ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΧΙΛΙΕΤΙΑ

Ἅγιο Ὄρος, 22 Σεπτεμβρίου 2009

Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους

Ἅγιον Ὅρος, 22 Σεπτεμβρίου 2009

Ἡ Μικτή Διεθνής Ἐπιτροπή τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν συνέρχεται στήν Κύπρο τόν προσεχῆ Ὀκτώβριο, γιά νά συζητήσῃ τό θέμα: «Ὁ ρόλος τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν Ἐκκλησιῶν κατά τήν πρώτην χιλιετίαν». Τό ζήτημα τό εἶχε θέσει ἡ ἴδια Ἐπιτροπή στό γνωστό Κείμενο τῆς Ραβέννας (2007) καί συνοψίζεται στό ἐρώτημα: Ποιός εἶναι ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης κατά τήν πρώτη χιλιετία, ὅταν ὑπῆρχε ἡ κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, καί πῶς πρέπει νά νοῆται ἡ διδασκαλία τῶν Α' καί Β' Βατικανείων Συνόδων περί παγκοσμίου Πρωτείου τοῦ Πάπα (παράγρ. 45);

Ἡ ἔκβασις τῆς ἐν λόγῳ Συνελεύσεως προβληματίζει τόν εὐσεβῆ λαό μας, διότι ἡ διπλωματία τοῦ Βατικανοῦ ἔχει δημιουργήσει τίς κατωτέρω προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες προοιωνίζονται ἀντορθόδοξες ἐξελίξεις.

Τόν Ἰούλιο τοῦ 2007 ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ' μέ Ὁδηγία τοῦ Βατικανοῦ εἶχε χαρακτηρίσει τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐκκλησιολογικῶς «ἐλλειματικές», ἐνῶ τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ὡς ἐκείνην στήν ὁποία «ὑφίσταται» ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Στήν ὑποσημείωσι 1 τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας ἡ ρωμαιοκαθολική ἀντιπροσωπεία πέρασε τήν γραμμή αὐτή, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία περιορίσθηκε στό νά τονίσῃ τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι ἀποτελεῖ τήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἐνῶ δηλαδή ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά, ἀπηχώντας τήν ἐκκλησιολογία τῆς Β' Βατικανείου Συνόδου, εὐθαρσῶς ἐδήλωσε ὅτι ἀναγνωρίζει στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία στοιχεῖα μόνο τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας, οἱ Ὀρθόδοξοι δέν ἐτόλμησαν νά καταθέσουν ὅτι ἡ ρωμαιοκαθολική ἐκκλησία εἶναι τουλάχιστον ἑτερόδοξη, ἄν καί τό ὀρθό θά ἦταν νά ἐκφράσουν μέ σαφήνεια τί πιστεύουμε γι' αὐτήν : ὅτι «ἡ νῦν Ρωμαϊκή ἐστίν Ἐκκλησία τῶν καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καί τῆς παρερμηνείας τῆς τε ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ὅρων τῶν ἁγίων Συνόδων· διό εὐλόγως καί δικαίως ἀπεκηρύχθη καί ἀποκηρύσσεται, ἐφ' ὅσον ἄν ἐμμένῃ ἐν τῇ πλάνῃ αὑτῆς»[1].

Στό Κείμενο τῆς Ραβέννας συζητεῖται τό πρωτεῖον καί ἡ συνοδικότης στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ προηγουμένως Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι ἔχουν ἀμοιβαίως συμφωνήσει καί διαβεβαιώσει γιά τόν ἐκκλησιακό χαρακτῆρα ἀμφοτέρων τῶν ἐκκλησιῶν (μέ ἀποστολική πίστι, ἔγκυρα εἰσαγωγικά Μυστήρια, Ἱερωσύνη καί Εὐχαριστία, καί μέ ἀποστολική διαδοχή), βάσει τῶν κοινῶν κειμένων τοῦ Μονάχου, τοῦ Μπάρι καί τοῦ Μπαλαμάντ. «Ἐπί τῇ βάσει τῶν κοινῶν τούτων διαβεβαιώσεων τῆς πίστεώς μας», σημειώνουν χαρακτηριστικά (παράγρ. 2, 3), παρ' ὅτι τά ἐν λόγῳ κείμενα δέν ἔχουν μέχρι σήμερα τήν συνοδική ἔγκρισι οὐδεμιᾶς ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

Συζητοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι περί πρωτείου, ὡσάν ἡ ρωμαιοκαθολική ἐκκλησία νά εἶναι μία ὀρθοδοξοῦσα τοπική Ἐκκλησία, χωρίς νά ὑπολογίζουν ὅτι διαχρονικῶς σύνοδοι καί πατέρες τήν θεωροῦν κακόδοξη καί αἱρετική. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει περί τοῦ Filioque καί τῶν συνεπειῶν του: «Τοιαῦτα τά βαθέα τοῦ Σατανᾶ, τά τοῦ πονηροῦ μυστήρια», καί εὐθύς ἀμέσως συμπεραίνει ὡς θεοφώτιστος ποιμήν τῆς Ἐκκλησίας: «Ἀλλ' ἡμεῖς διδαχθέντες ὑπό τῆς θεοσοφίας τῶν Πατέρων αὐτοῦ τά νοήματα μή ἀγνοεῖν, ἀφανῆ τήν ἀρχήν ὡς ἐπίπαν τοῖς πολλοῖς τυγχάνοντα, οὐδέποτ' ἄν ὑμᾶς [τούς Λατίνους] κοινωνούς δεξαίμεθα μέχρις ἄν καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα λέγητε»[2].

Ὁ ἅγιος Μᾶρκος Ἐφέσου γράφει ἐπίσης ἐμφαντικώτατα: «Πόθεν οὖν ἡμῖν ἀνεφάνησαν ἐξαίφνης ὄντες ὀρθόδοξοι, οἱ διά τοσούτων χρόνων καί ὑπό τοσούτων Πατέρων καί διδασκάλων κριθέντες αἱρετικοί;»[3].

Μετά ἀπό τέσσερις αἰῶνες οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς μέ τήν συνοδική Ἐγκύκλιο τοῦ 1848 διακηρύσσουν καί πάλι: «Διά τοῦτο ἡ μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία, ἑπομένη τοῖς ἴχνεσι τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀνατολικῶν τε καί δυτικῶν, ἐκήρυξε τε πάλαι ἐπί τῶν Πατέρων ἡμῶν καί κηρύττει πάλιν σήμερον συνοδικῶς, αὐτήν μέν τήν ρηθεῖσαν καινοφανῆ δόξαν, ὅτι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορεύεται ἐκ Πατρός καί Υἱοῦ, εἶναι οὐσιωδῶς αἵρεσιν, καί τούς ὀπαδούς αὐτῆς, οἱοιδήποτε καί ἄν ὦσιν, αἱρετικούς, κατά τήν ρηθεῖσαν συνοδικήν ἀπόφασιν τοῦ ἁγιωτάτου Πάπα Δαμάσου, καί τάς ἐξ αὐτῶν συγκροτουμένας συνάξεις αἱρετικάς, καί πᾶσαν κοινωνίαν πνευματικήν καί θρησκευτικήν τῶν Ὀρθοδόξων τέκνων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πρός τούς τοιούτους ἄθεσμον, μάλιστα τῇ δυνάμει τοῦ ζ' κανόνος τῆς Γ' οἰκουμενικῆς Συνόδου (παράγρ. 5)»[4].

Καί ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, τήν 1η Ὀκτωβρίου 1997, ἀπό τοῦ ἐπισήμου βήματος τοῦ Α.Π.Θ. ἐδήλωσε περί τοῦ Filioque: «Δύο λέξεις μόναι ἀνατρέπουν τήν ὅλην δομήν τοῦ κόσμου, δικαιολογοῦν τό ἀλάθητον καί τήν αὐθεντίαν τοῦ ἑνός ἐπί τῆς γῆς. Ἡ αἴσθησις τῆς ἐλευθερίας, ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, δέν ἐπιτρέπει εἰς τήν Ἀνατολικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν νά δεχθῆ τήν ἀπόλυτον ὑποταγήν αὐτῆς εἰς τήν βούλησιν τοῦ ἑνός καί δι' αὐτό ἀρνεῖται τήν ὀρθότητα τῶν δύο τούτων λέξεων, ἐπί τῶν ὁποίων αὐτός ὁ εἶς προσπαθεῖ νά στηρίξῃ τήν ἐξουσίαν αὐτοῦ»[5].

Ποιός σχεδιασμός ἄραγε στόν Θεολογικό Διάλογο ὑποχρεώνει τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά προβαίνουν σέ συζητήσεις περί τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα, παρακάμπτοντας ἀποφάνσεις Ἁγίων καί Συνόδων καί αὐτήν ἀκόμη τήν σχετικῶς πρόσφατη δήλωσι τοῦ Παναγιωτάτου, ὡσάν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί νά συνιστοῦν ὁμόδοξη Ἐκκλησία;

Ἡ Μικτή Ἐπιτροπή (Κείμενο τῆς Ραβέννας, παράγρ. 2) παραπέμπει στό Κείμενο τοῦ Balamand (1993), τό ὁποῖο ἐξισώνει τήν Ρωμαιοκαθολική μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζοντάς της ἔγκυρα Μυστήρια, ἀποστολική διαδοχή, ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως, παρ' ὅτι ἐννέα (9) μόνον τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἦσαν παροῦσες καί παρ' ὅτι ἐπίσημα ἐκκλησιαστικά σώματα, ὅπως ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό ἔχουν ἀπορρίψει ὡς ἀπαράδεκτο. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι προσυπογράφουν παρά ταῦτα τό Κείμενο τῆς Ραβέννας.

          Ἐνῶ ἡ Οὐνία παραμένει καί ἐνισχύεται ὑπό τήν ἐκκλησιολογική κάλυψι τοῦ Βατικανοῦ, οἱ Ὀρθόδοξοι ὑποχωροῦμε ὅλο καί περισσότερο στό θέμα αὐτό. Πρῶτα ἀποδεχθήκαμε τήν παρουσία Οὐνιτῶν στόν Διάλογο παρά τίς ἀντίθετες ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων. Κατόπιν δεχθήκαμε τήν ἐπανέναρξι τοῦ διαλόγου (τό 2006) παρά τήν σκαιά παπική παρέμβασι στήν Συνέλευσι τῆς Βαλτιμόρης (2000) ὑπέρ τῆς Οὐνίας. Καί τώρα συνεχίζουμε τόν διάλογο, παρ' ὅτι ὁ Πάπας ἐπαναβεβαιώνει τήν Οὐνία ποικιλοτρόπως καί οἱ Ὀρθόδοξοι συμβιβαζόμαστε μέ τήν παρουσία Οὐνιτῶν σέ ἐπίσημες συναντήσεις Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν.

          Οἱ ἅγιοι Πατέρες θεολογοῦσαν καί ἐνεργοῦσαν «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι». Σήμερα ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι, μεταξύ τῶν πρωτεργατῶν στά κλιμάκια τῶν θεολογικῶν συζητήσεων, δηλώνουν δημοσίως ὅτι πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά ὑπερβοῦμε τούς Ἁγίους Πατέρας, προκειμένου νά φθάσωμε στήν ἕνωσι μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς (Ἡμερίδα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., 20/5/2009).

          Τά ἀνωτέρω δικαιώνουν τίς ἀνησυχίες μας καί δείχνουν καθαρά ὅτι τό Βατικανό ἔχει σχεδιάσει ἄριστα τήν πορεία τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου καί ἔχει δημιουργήσει μέ τό Κείμενο τῆς Ραβέννας τίς προϋποθέσεις γιά νά ἀναγνωρίσουμε οἱ Ὀρθόδοξοι ὅτι ὁ Πάπας τῆς Ρώμης εἶχε κατά τήν πρώτη χιλιετία ἕνα παγκόσμιο πρωτεῖο.

          Στό Κείμενο τῆς Ραβέννας ἔχουν τεθῆ οἱ βάσεις τῆς συζητήσεως γιά τό ὡς ἄνω ἐρώτημα. Οἱ βάσεις αὐτές θεωροῦνται ἀπό τήν Μικτή Ἐπιτροπή τοῦ Διαλόγου «σταθερόν ἔρεισμα διά μελλοντικήν συζήτησιν τοῦ ἐρωτήματος τοῦ πρωτείου ἐπί τοῦ παγκοσμίου ἐπιπέδου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ» (παράγρ. 46). Ἐν τούτοις τό «ἔρεισμα» δέν εἶναι καθόλου σταθερό, καί αὐτό προμηνύει ὅτι τά συμπεράσματα τοῦ Ὀκτωβρίου θά εἶναι ἀπό ἐπισφαλῆ ἕως ἐπικίνδυνα. Οἱ λόγοι εἶναι οἱ ἑξῆς:

          Πρῶτον. Στήν Ραβέννα εἶχε συμφωνηθῆ ὅτι κατά τήν πρώτη χιλιετία ὑπῆρχε πρωτεῖο καί σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, ὁ δέ Πάπας τῆς Ρώμης ἦταν ὁ πρῶτος τῇ τάξει μεταξύ των πατριαρχῶν τῆς ἀρχαίας πενταρχίας (παράγρ. 43). Διερωτώμεθα: Θά ἑρμηνευθῇ ἄραγε τό πρωτεῖον τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης Ὀρθοδόξως, δηλαδή μόνον ὡς πρωτεῖον τιμῆς, μνημονεύσεως πρώτου στά Δίπτυχα καί πρωτοκαθεδρίας στίς Οἰκουμενικές Συνόδους ἤ θά τοῦ δοθῇ παποκεντρικό περιεχόμενο «ἐνεργοῦ ρόλου» καί «προνομίων» πέραν τῶν ἀνωτέρω (παράγρ. 42, 44);

          Δεύτερον. Στό Κείμενο τῆς Ραβέννας γίνεται λόγος γιά «ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας», στό πλαίσιο τῆς ὁποίας πρέπει νά κατανοηθῇ ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ρώμης κατά τήν πρώτη χιλιετία (παράγρ. 45). Διερωτώμεθα: Θά ληφθῇ ἄραγε ὑπ' ὄψιν τό γεγονός ὅτι ἡ κοινωνία τῶν ἐκκλησιαστικῶν Ἑδρῶν τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως κατά τήν πρώτη χιλιετία ἦταν ἑδραιωμένη στήν ἀκαινοτόμητη ἀποστολική Πίστι, παρά τήν κυοφορούμενη στήν Δύσι αἱρετική διδασκαλία τοῦ Filioque, ἤ μήπως ὡς «ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας» θά κατανοηθῇ ἡ «ἑνότης ἐν τῇ ποικιλίᾳ» τῶν δογμάτων, τά ὁποῖα θά κατανοοῦνται ὡς «διαφορετικές θεολογικές προσεγγίσεις τῶν ἰδίων ἀληθειῶν τῆς πίστεως»;

          Τρίτον. Στό Κείμενο τῆς Ραβέννας ἀναφέρεται, ὅτι στήν Ἀνατολή καί στήν Δύσι τό παγκόσμιο πρωτεῖο κατανοήθηκε, θεμελιώθηκε ἁγιογραφικά καί θεολογικά καί ἐξασκήθηκε μέ διαφορετικό τρόπο (παράγρ. 43). Διερωτώμεθα: Θά ἀποτελέσῃ ἄραγε ἡ ἀναφορά αὐτή ἀφορμή καί εὐκαιρία γιά τούς Ὀρθοδόξους νά ἀρθρώσουν στήν Συνέλευσι τῆς Κύπρου μία Ὀρθόδοξο πρόσκλησι πρός τούς Ρωμαιοκαθολικούς, νά ἰδοῦν τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα μέ τίς Ὀρθόδοξες ἐκεῖνες ἑρμηνευτικές προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ἐξασφάλισαν στήν Ἀνατολή ἰσορροπία συνοδικότητος καί αὐθεντίας, ἤ θά ἐπιτραπῇ στήν ρωμαιοκαθολική πλευρά νά κρατήσῃ τίς δικές της προϋποθέσεις πού ὡδήγησαν στά δόγματα τοῦ Πρωτείου καί τοῦ Ἀλαθήτου τῶν Α' καί Β' Βατικανείων Συνόδων;

          Τέταρτον. Τό Κείμενο τῆς Ραβέννας διαλαμβάνει ὅτι Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί διαφωνοῦν «ἐπί τῆς ἑρμηνείας τῶν ἱστορικῶν στοιχείων», τά ὁποῖα ἀφοροῦν καί ἑρμηνεύουν «τάς προνομίας τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ὡς πρώτου» (παράγρ. 41). Διερωτώμεθα: Θά τηρήσουμε οἱ Ὀρθόδοξοι τήν πιστότητα μας στήν ἑρμηνευτική γραμμή τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία ἐκράτησε ἀκεραία τήν Ὀρθόδοξο Πίστι καί τό συνοδικό πολίτευμα στήν Ἀνατολή, ἤ θά συμβιβασθοῦμε χάριν μιᾶς ἀμφιλόγου «ἑνώσεως τοῦ διηρημένου χριστιανικοῦ κόσμου» μέ κάποια ρωμαιοκεντρική ἐπανερμηνεία τῶν «ἱστορικῶν στοιχείων τῆς πρώτης χιλιετίας» καί ἑπομένως θά ὁδηγηθοῦμε μέ μαθηματική ἀκρίβεια στήν «διδασκαλία τῆς πρώτης καί τῆς δευτέρας βατικανῆς συνόδου ἐπί τοῦ παγκοσμίου πρωτείου ὑπό τό φῶς τῆς [σ.σ. ἐπανερμηνευμένης πλέον] ἐκκλησιακῆς πρακτικῆς κατά τήν πρώτην χιλιετίαν» (παράγρ. 45); Οἱ παπικές ἀγκυλώσεις στήν ἑρμηνεία των «ἱστορικῶν στοιχείων τῆς πρώτης χιλιετίας» εἶναι πολύ καλά γνωστές (βλ. π.χ. Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος), ἔτσι ὥστε θά εἶναι παρακινδυνευμένη ὁποιαδήποτε ὑποχώρησις τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων στά ἐπιχειρήματα των Ρωμαιοκαθολικῶν γιά κάποιες ἀπό αὐτές.

          Ἐνδεικτικῶς θά ἀναφέρουμε μερικά ἀπό τά ἱστορικά αὐτά στοιχεῖα.

          1. Οἱ «μαρτυρίες» τῆς χριστιανικῆς γραμματείας γιά τό «πετρίνειο λειτούργημα τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης». Θά ἑρμηνευθοῦν ἄραγε οἱ μαρτυρίες αὐτές παποκεντρικῶς, ὅπως διαλαμβάνουν τά παπικά Διατάγματα μέχρι σήμερα, ἤ Ὀρθοδόξως, ὅπως καταγράφεται στά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων καί στίς συνοδικές ἀποφάνσεις; Θά παραμείνουν οἱ Ὀρθόδοξοι μέ πιστότητα σέ αὐτές τίς ἀποφάνσεις (π.χ. τῶν ἐτῶν 1848 καί 1895) ἤ θά ὑποχωρήσουν σέ θεολογικούς νεωτερισμούς, ὅπως τό ἐπιχείρημα ὅτι ἡ κανονική παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν πρώτη χιλιετία ἐνσωματώνει τήν ἔννοια τοῦ «πετρινείου χαρακτῆρος» τοῦ πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης;

          2. Οἱ «μαρτυρίες» γιά «ἔκκλητον» τῶν ἐπισκόπων ὅλης τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν ρωμαϊκή Καθέδρα καί τόν ἐπίσκοπό της. Θά ἑρμηνευθοῦν ἄραγε καί αὐτές οἱ μαρτυρίες σύμφωνα μέ τήν κανονική Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀπονέμει τό προνόμιο τοῦ ἐκκλήτου στούς ἐξάρχους τῶν ἐκκλησιαστικῶν διοικήσεων (πατριάρχας), γιά μείζονα δέ θέματα στήν οἰκουμενική σύνοδο, ἤ σύμφωνα μέ τήν παπική παράδοσι πού θέλει τό ἔκκλητον ὅλων τῶν ἐπισκόπων νά ἀναφέρεται στόν Πάπα τῆς Ρώμης καί ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι καί γιά τούς Ἀνατολικούς ἡ Καθέδρα τοῦ Πέτρου ἔπαιξε ἰσχυρό ρόλο σέ ζητήματα ἐφέσεως;

          3. Οἱ «μαρτυρίες» γιά τήν ρωμαϊκή αὐθεντία σέ ζητήματα πίστεως ἤ ἑρμηνείας τῶν Γραφῶν. Θά ληφθοῦν ἄραγε ὑπ' ὄψιν οἱ καταμαρτυρούμενες στήν Ἱστορία περιπτώσεις αἱρετικῶν παπῶν, οἱ ὅποιες καταρρίπτουν τό Ἀλάθητον ἤ θά εὑρεθῇ τρόπος νά δικαιολογηθῇ τό διαβόητο αὐτό δόγμα τῆς Α' Βατικανείου Συνόδου;

          Ἐλπίζουμε ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι στόν Θεολογικό Διάλογο στήν Κύπρο θά ὀρθοτομήσουν τόν λόγο τῆς Ἀληθείας καί θά βοηθήσουν τούς Ρωμαιοκαθολικούς νά κατανοήσουν ὅτι ἡ ἀληθής κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία προϋποθέτει ταυτότητα Πίστεως καί δέν ἐπιτρέπει «διαφορετικότητα» (diversity) δογμάτων καί ὅτι γι' αὐτό ὀφείλουν νά ἀπαρνηθοῦν τά αἱρετικά δόγματα τοῦ Filioque, τῆς κτιστῆς Χάριτος, τοῦ Πρωτείου καί τοῦ Ἀλάθητου, τῆς ἀσπίλου Συλλήψεως, κ.λπ., νά ἀποβάλουν τό κοσμικό πνεῦμα τοῦ Βατικανοῦ καί νά ἀποδεχθοῦν τό θεανθρώπινο ἦθος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀπευχόμεθα νά ἐπιβεβαιώσουν οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι ἕνα παγκόσμιο παπικό Πρωτεῖον κατά τήν πρώτη χριστιανική χιλιετία, εἴτε ἐξουσίας εἴτε δῆθεν λειτουργήματος διακονίας. Φοβούμεθα ὅτι, ἄν αὐτό συμβῆ, θά ὑπάρξουν ἀνεξέλεγκτες σχισματικές ἐκδηλώσεις στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πιστός Ὀρθόδοξος λαός θά ἀντιληφθῇ ὅτι ἐξωθεῖται σέ μία νέα οὐνιτικοῦ τύπου ἕνωσι μέ τήν Ρώμη.

[01]. Συνοδική πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1895 (παράγρ. 20), ἐν Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. ΙΙ, Graz-Austria 1968, σελ. 942 [1028].

[02]. Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Ἀποδεικτικός Α', ἐν: Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, ἔκδ. Παν. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 26.

[03]. Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Τοῖς ἀπανταχοῦ τῆς γῆς..., ἐν Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. Ι, Ἀθῆναι 1960, σελ. 426.

[04]. Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τομ. ΙΙ, Graz-Austria 1968, σελ. 908 [988].

[05]. Βλ. Τόμος ΕΠΕΣΚΕΨΑΤΟ ΥΜΑΣ (Πατριαρχικαί ἐπισκέψεις εἰς τήν Συμβασιλεύουσαν, 1997-1999-2000), ἔκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, 2000, σελ. 275.