ΕΛΛΗΝΙΚΗ   ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΚΥΘΗΡΩΝ & ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ
Τ.Κ. 801 00  Κ Υ Θ Η Ρ Α
ΤΗΛ.:2736031202 & 2736038359
FAX  :2736031202
                                                                                                                          Ἐν Κυθήροις τῇ 1ῃ Ἰουνίου 2010 Ἀριθ. Πρωτ.: 493

Πρός
Τήν Ἱεράν Σύνοδον
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰωάννου Γενναδίου 14
115 21 Ἀθήνας
                                                                 
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
                                                                 Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί,

            Εὔχεσθε ὑπέρ τῆς ἐλαχιστότητός μου καί τοῦ φιλοχρίστου Ποιμνίου τῆς Θεοσώστου Ἐπαρχίας μου.
            Βαθυσεβάστως προάγομαι, ἐν ὄψει τῆς, κατά πληροφορίας, ἐπικειμένης κατ' αὐτάς ἐκτάκτου συγκλήσεως τῆς Σεπτῆς ἡμῶν Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, νά καταθέσω εὐλαβῶς τόν ἀπό ὀκταμήνου γεννηθέντα μοι ἀκόλουθον προβληματισμόν, ἁπτόμενον δογματικοῦ - ἐκκλησιολογικοῦ θέματος πρός ἐξέτασιν καί διευθέτησιν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὑπό τῆς Σεπτῆς Ἀνωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς.

            Πρίν ἐκθέσω συνοπτικῶς καί ἐν ἁδραῖς γραμμαῖς τό ἀνακῦψαν σοβαρόν τοῦτο ἐκκλησιολογικόν πρόβλημα, ἐπιθυμῶ νά χαιρετίσω ἐγκαρδίως τό γεγονός τῆς συγκλήσεως τῆς Ι.Σ.Ι., πέραν τῆς κατ' ἔτος, κατά μῆνα Ὀκτώβριον, τακτικῆς Συνελεύσεως Αὐτῆς, καί ἄλλας φοράς, ἐκτάκτως, -ἤδη ἡ ἐπικειμένη Σύνοδος Αὐτῆς θά εἶναι ἡ τετάρτη ἐντός τοῦ τρέχοντος Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Καί ἀκολούθως νά παρακαλέσω θερμῶς καί ταπεινῶς, ἵνα μή περιορίζωνται Αὗται εἰς τήν ἀντιμετώπισιν οἰκονομικῶν, φορολογικῶν καί ἐκλογικῶν μόνον θεμάτων, καί δή ἐν περιόδοις Ἁγίων Τεσσαρακοστῶν καί προθύροις τῶν μεγίστων Δεσποτικῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ Ἁγίου Πάσχα, ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως εἰς σύσκεψιν, θεώρησιν καί ἐπίλυσιν κανονικῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων καί δή χρονιζόντων, -ὡς τό ἐκκρεμοῦν εἰσέτι κανονικόν θέμα τῆς ἀδίκου, ἀναπολογήτου καί ἀντικανονικῆς καταδίκης καί ἐκπτώσεως 12 Μητροπολιτῶν ἐν ἔτει 1974, μή ἀποκατασταθείσης πώποτε τῆς βιαίας, ἀντιευαγγελικῆς καί ἀντικανονικῆς ταύτης πράξεως (περί οὗ ἀνεφέρθην προλαβόντως πρός Ὑμᾶς διά τῶν ὑπ' ἀριθ. 157/27-2-2009, 97/8-2-2010, 193/10-3-2010, 194/10-3-2010 καί 397/7-5-2010 ἐγγράφων μου) καί τό συνημμένον τούτῳ ψυχρῶς ἀντιμετωπισθέν προσφάτως χαῖνον κανονικόν ζήτημα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀττικῆς, παρά πᾶσαν ἔννοιαν θείου τε, κανονικοῦ καί ἀνθρωπίνου δικαίου -καί ἑτέρων δογματικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν θεμάτων, ὡς τό εὐθύς ἀμέσως ἐκτιθέμενον τοιοῦτον.

            Ἅπαντες ἡμεῖς, Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε καί ἅγιοι Συνοδικοί Ἀδελφοί Ἱεράρχαι, οἱ συγκροτοῦντες τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐγενόμεθα κάτοχοι τῆς κοινοποιηθείσης ἡμῖν ἀπό 1ης Ὀκτωβρίου 2009 ἐπιστολῆς τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ.Χρυσοστόμου, ἀπευθυνθείσης πρός τόν Ἐλλογιμώτατον Καθηγητήν κ.Δημήτριον Τσελεγγίδην (Τμῆμα Θεολογίας-Τομεύς Δογματικῆς Θεολογίας) τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ἐξ αὐτῆς ἠντλήσαμεν χρησίμους πληροφορίας, τάς ὁποίας ὁ Σεβασμιώτατος ὡς Ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τήν Μικτήν Θεολογικήν Ἐπιτροπήν τοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν παρέσχε εἰς τόν Ἐλλογιμώτατον κ. Καθηγητήν καί εἰς ἡμᾶς τούς Ἱεράρχας περί τοῦ ἐν θέματι Διαλόγου καί τῆς πρό αὐτοῦ καί μετ' αὐτόν τηρουμένης διαδικασίας, διά τάς ὁποίας καί τόν εὐχαριστοῦμεν.

            Ὅμως, μεταξύ ἄλλων, ὁ Σεβ. Μεσσηνίας εἰς τήν σελ.4, παρ.γ' γράφει καί τά ἑξῆς : «Στήν §13 τοῦ ἄρθρου σας δέν κατανοῶ εἰς τί ἔγκειται ἡ ἐπιφύλαξή σας καί τό «ἐκκλησιολογικό ἀπαράδεκτο καί τό ἀντιφατικό». Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Μία καί Ἀδιαίρετη, πρίν τό σχίσμα, σήμερα εἶναι διῃρημένη, ἀφοῦ βρισκόμαστε σέ σχίσμα, αὐτό ἐπιβεβαιώνει τό περιεχόμενο τῆς §41 τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας». Καί κατωτέρω, εἰς τήν ἑπομένην ὑπ' ἀριθ. δ' παραγρ. προσθέτει ὁ Σεβ. Ἀδελφός : «...Σᾶς διαφεύγει : Ὅτι ὅταν δέν ὑφίσταται σχίσμα τότε δέν ὑπάρχει Μία ἀόριστη Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ Μία καί Ἀδιαίρετη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐκφράζεται σέ κάθε τοπική Ἐκκλησία καί δέν θεωρεῖται ἀθροιστικῶς ἡ Καθολικότητά της».

            Αὐτά, σύν τοῖς ἄλλοις, παρατηρεῖ ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.Χρυσόστομος, ἀπαντῶν εἰς τόν συνάδελφόν του Καθηγητήν κ.Τσελεγγίδην, Καθηγητής ὤν καί ὁ ἴδιος εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν (Τμῆμα Θεολογίας, Τομεύς Πατερικῶν Σπουδῶν, Ἱστορίας Δογμάτων καί Συμβολικῆς). Ἡ πρώτη καί ἄμεσος ἀντίδρασις τοῦ «ἄκρῳ δακτύλῳ» ἔχοντος γνῶσιν καί γεῦσιν τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας καί Ἐκκλησιολογίας εἶναι ἡ ἐν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ Ὑμνογραφία τῆς Μεγ. Ἑβδομάδος φράσις : «φρῖξον ἥλιε, στέναξον γῆ».

Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί,

            Ἄναυδος καί ἐμβρόντητος ἐκ τῆς τοιαύτης πελωρίας ἐκκλησιολογικῆς ἐκτροπῆς τοῦ Σεβασμιωτάτου ἁγίου Ἀδελφοῦ ἐσιώπησα ἐπί 8μηνον προσευχόμενος καί ἀναμένων τήν ἐπισήμανσιν τοῦ δεινοῦ αὐτοῦ ἐκκλησιολογικοῦ ἀτοπήματος ὑπό ἀρχαιοτέρων ἐμοῦ, κατά τά πρεσβεῖα τῆς Ἀρχιερωσύνης, συνεπισκόπων μου, ἵνα μή παραμένῃ ἐπισήμως ἐκπεφρασμένη ἡ ἄστοχος καί βλάσφημος αὕτη, ὑπό τήν εὐρεῖαν τῆς λέξεως σημασίαν, ἐκκλησιολογική τοποθέτησις οὐ μόνον ὑπό τινος ἐν ἐνεργείᾳ Σεβ. Μητροπολίτου, ἀλλ' ἐν ταὐτῷ καί ὑπό τοῦ ἑνός ἐκ τῶν δύο ἀντιπροσώπων Μητροπολιτῶν τῆς Ἑλλαδικῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας εἰς τήν Μικτήν Θεολογικήν Ἐπιτροπήν τοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν.

            Παγία μου ἀρχή καί τακτική, ἐμπνευσθεῖσα καί διδαχθεῖσά μοι ὑπό τοῦ ἀλήστου μνήμης μεγάλου καί κατηξιωμένου εἰς τήν συνείδησιν σύμπαντος τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστεπωνύμου Πληρώματος λαμπροῦ Ἱεράρχου τῶν καιρῶν μας ἀοιδίμου Μητροπολίτου Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης κυροῦ Ἱεροθέου, πολυσεβάστου καί ἀνεκτιμήτου μοι Πνευματικοῦ Πατρός καί Γέροντος, εἶναι τόσον ὡς μέλος τῆς ΔΙΣ, διακονήσας κατά τήν 149ην Συνοδικήν περίοδον, εὐθύς ἀμέσως μετά τήν ἐκλογήν καί χειροτονίαν μου ὡς Μητροπολίτου Κυθήρων, ὅσον καί ὡς μέλος τῆς ΙΣΙ νά συμμετέχω ἐπαγρυπνῶν εἰς τάς Συνεδρίας, ἀκροώμενος πρωτίστως τούς ἀρχαιοτέρους καί ἐμπειροτέρους μου ἁγίους Συνέδρους, ἀλλά καί τοποθετούμενος κυρίως ἐπί κανονικῶν καί δογματικῶν ζητημάτων, ὅταν μάλιστα ἕτεροι πρεσβύτεροι ἐμοῦ κατά τήν Ἀρχιερωσύνην καί τήν ἡλικίαν δέν λαμβάνουν ἐπ' αὐτῶν σαφῆ θέσιν.

            Διά τοῦτο, μετά πολύμηνον ἀναμονήν, ἀπεφάσισα νά θέσω ἐπισήμως τό φλέγον τοῦτο θέμα, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς ἐπικειμένης συγκλήσεως τῆς ἐν θέματι Μικτῆς Ἐπιτροπῆς εἰς Βιέννην, ἀφοῦ ἐπισήμως, δημοσίᾳ καί «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» ὑπεστηρίχθη ὑπό τοῦ Σεβ. Μεσσηνίας, ἀλλά καί ἐπισήμως κατηγγέλθη ὑπό Ὀρθοδόξων πιστῶν εἰς τήν Διαρκῆ Ἱεράν Σύνοδον καί συχνῶς ἀπασχολεῖ τόν ἐκκλησιαστικόν τύπον. Γνωρίζω, βεβαίως, ὅτι διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ θά λυπήσω τόν ἅγιον Ἀδελφόν καί θά καταστῶ δυσάρεστος εἰς ὡρισμένους, ἀλλά πιστεύω ἀκραδάντως ὅτι εἰς τοιαῦτα ὑψίστης σημασίας θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά θέματα πρέπει νά ἰσχύῃ τό ἀπόφθεγμα τῆς θύραθεν σοφίας : «φίλος ὁ Πλάτων, φιλτέρα ἡ ἀλήθεια» καί τῆς θείας σοφίας : «εἰ ἀνθρώποις ἤρεσκον, Χριστοῦ φίλος οὐκ ἄν ἤμην».

Ὁ Σεβ. Μεσσηνίας διατείνεται ὅτι πρό τοῦ σχίσματος τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν εἴχομεν τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, τήν Μίαν καί Ἀδιαίρετον Ἐκκλησίαν, ὅπως τήν ἀποκαλεῖ, ἡ ὁποία, ὅμως, «σήμερα εἶναι διηρημένη, ἀφοῦ βρισκόμαστε σέ σχίσμα» καί, προφανῶς, δέν δυνάμεθα νά ὁμιλῶμεν καί νά πιστεύωμεν εἰς «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» ἄχρις οὗ ἀρθῇ τό σχίσμα καί ἐπιτευχθῇ ἡ παρά πάντων ἐπιπόθητος δογματική - ἐκκλησιολογική ἕνωσις, ἡ ὁποία ὑφίστατο μέν κατά τούς ἐννέα (9) πρώτους χριστιανικούς αἰῶνας, (ὁπότε οἱ μετέπειτα διαφοροποιηθέντες καί ἀποστάντες τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως καί τῆς ἀκαινοτομήτου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καί ἀποσχισθέντες  ὁριστικῶς ἐν ἔτει 1054 μ.Χ. ἀπεκόπησαν τελικῶς ἐκ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας), ἀλλ' ἔκτοτε διεσαλεύθη καί δέν ὑπάρχει πλέον.

Κατά τήν ἄποψιν ταύτην τοῦ Σεβασμιωτάτου ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία μας θά εἶναι διά πάντα διῃρημένη, ἐφ' ὅσον ὑφίσταται τό σχίσμα τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ἀλλά καί κατά τήν ἰδίαν λογικήν θά ἴσχυε ὅτι, καί ἐν ᾗ περιπτώσει ἐπετυγχάνετο ἡ ἕνωσις, πάλιν Αὕτη, ἡ Μία Ἐκκλησία θά εἶναι διῃρημένη, λόγῳ ὑφισταμένων ἐσωτερικῶν σχισμάτων, ἀλλά καί διότι ἐκ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἔχουν ἀπ' αἰώνων ἀποσχισθῇ διαμαρτυρόμεναι αἱ προτεσταντικαί παραφυάδες.

Ὡς γνωστόν, διαχρονικῶς, ἀπό τοῦ πρώτου μ.Χ. αἰῶνος καί κατά τούς ἐφεξῆς, αἱ αἱρέσεις καί τά σχίσματα δέν ἀπέλειψαν. Αὐτό ὅμως, εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν σημαίνει ὅτι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία οὐδ' ἐπί στιγμήν ἔπαυσε νά ὑφίσταται ἤ ὑφίσταται πλέον ὡς διῃρημένη. Ἀπεσχισμένοι χριστιανοί ὑπάρχουν, διῃρημένη ὅμως Ἐκκλησία ὄχι, διότι, ἁπλούστατα, δέν δύναται οὕτω πως νά εἶναι καί νά ἀποκαλῆται Ἐκκλησία. Ἡ μόνη καί ἀληθής Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ ἀκραιφνῶς καί ἀναλλοιώτως φυλάττουσα τήν ἀρχαιοκαθολικήν παράδοσιν, τήν Εὐαγγελικήν, Ἀποστολικήν καί Ἁγιοπατερικήν πίστιν καί κληρονομίαν, ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος παρεικάζει, καθώς ἀρχαιότερον καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ μέ πλοῖον, τήν ὀνομάζει νοητήν ναῦν μέ Κυβερνήτην τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, πλήρωμα τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους αὐτῶν καί τούς λοιπούς Κληρικούς, ἐπιβάτας ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς καί Ἱερόν Πηδάλιον τήν βίβλον τῶν Ἱερῶν Κανόνων, δέν συμμερίζεται τήν ἄποψιν ὡρισμένων περί «διϊσταμένων ἀδελφῶν καί ἰσοτίμων Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», ὅταν μάλιστα ἀνάμεσά των ὑπάρχει αἵρεσις ἤ σχίσμα. Ὁμιλεῖ περί ἀπεσχισμένων χριστιανῶν καί ναυαγῶν, οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειψαν τό ἱερόν σκάφος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί πελαγοδρομοῦν τῇδε κἀκεῖσε καί ἡ μόνη ἐλπίς σωτηρίας των εἶναι νά ἐπανέμβουν ἐν μετανοίᾳ εἰς τό θεοκίνητον σκάφος τῆς Ἁγιωτάτης μας Ἐκκλησίας, ἀποκηρύσσοντες τό οἱονδήποτε σχίσμα καί τήν ὁποιαδήποτε αἵρεσιν.

            Ὡς Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἐδώκαμεν, ὡς γνωστόν , ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Χριστωνύμου Λαοῦ, κατά τήν φρικτήν               ὥραν τῆς Ὁμολογίας τῆς Πίστεως, ὀλίγον πρό τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας μας, φοβεράς ὑποσχέσεις ἰσοβίου ἐμμονῆς καί προσηλώσεως εἰς τήν θεόσδοτον ὀρθόδοξον πίστιν καί τάς ἱεράς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὡμολογήσαμεν τήν ἐσαεί ἀφοσίωσίν μας εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία παρά τό συγκεκριμένον σχίσμα τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, (τό ὁποῖον, ὡς γνωστόν, κατά τούς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, καί δή τούς Ἁγίους Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν καί Μᾶρκον τόν Εὐγενικόν, εἶναι μεμιγμένον μέ ποικιλωνύμους αἱρέσεις καί τήν ἀντικανονικήν κοσμικήν ἐξουσίαν τοῦ Πάπα, τοῦ ἄρχοντος τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ), καί ὅλα τά λοιπά σχίσματα καί τάς αἱρέσεις, εἶναι καί θά παραμείνῃ  ἡ θεματοφύλαξ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως καί ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας μας.

            Ἀπαραίτητος προϋπόθεσις τῆς Ἐπισκοπικῆς χειροτονίας μας ἦτο ἡ καθομολόγησις τῆς Ἁγίας ἡμῶν καί ἀμωμήτου Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἐδόθη ἡ ὑπόσχεσις διά τήν ἀποδοχήν καί τήρησιν πάντων «ὅσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων (σ.σ. καί οὐχί τῶν λοιπῶν ἄλλων) πρεσβεύουσα δογματίζει, (καί ἡ δήλωσις ὅτι) ταῦτα πρεσβεύων κἀγώ καί πιστεύων, μηδέν προστιθείς, μηδέν ἀφαιρῶν, μηδέν μεταβάλλων, μήτε τῶν δογμάτων, μήτε τῶν Παραδόσεων, ἀλλά τούτοις ἐμμένων καί ταῦτα μετά φόβου Θεοῦ καί ἀγαθῆς συνειδήσεως διδάσκων καί κηρύττων, πάντα δέ ὅσα Ἐκείνη κατακρίνουσα ὡς ἑτεροδιδασκαλίας ἀποδοκιμάζει ταῦτα κἀγώ ἀποδοκιμάζων καί ἀποδιοπομπούμενος διά παντός».

            Κατόπιν ὅλων αὐτῶν πᾶς τις ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ Ἁγία ἡμῶν Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἔπαυσε νά εἶναι ἡ Μόνη Ἐκκλησία, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, οὐδ' ἐπί στιγμήν ποτε ἀπώλεσε τήν τοιαύτην αὐτοσυνειδησίαν της καί τήν ἀληθῆ ταυτότητα ταύτης ὡς τῆς Μόνης Κιβωτοῦ τῆς Σωτηρίας, χωρίς ποτε νά ἀποστρέφεται ἤ νά ἀπεμπολῇ μετά λοιδορίας καί βδελυγμίας  τούς ἐν πλάνῃ, σχίσματι καί αἱρέσει ὄντας συνανθρώπους μας, ἀλλά συμπαθῶς καί φιλευσπλάγχνως ἀεί  προσευχομένη καί ἐργαζομένη ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Προσέτι δέ πᾶς τις κατανοεῖ ὅτι ἡ αὐτή Ἁγιωτάτη ἡμῶν Ἐκκλησία εἶναι ἡ πάντοτε Ἀδιαίρετος καί Μία Ἐκκλησία, ἀφοῦ εἶναι «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας», Ὅστις «οὐ μεμέρισται ποτέ», ἀλλά τυγχάνει πάντοτε «ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος, ἀλλά τούς μετέχοντας ἁγιάζων», ὅπως καί ἡ διηνεκῶς Ἀδιαίρετος καί τούς πιστούς ἁγιάζουσα Ἐκκλησία Του.

καί 2. Ποία ἡ ἐνδεδειγμένη ἀντιμετώπισις καί ἐπίλυσις τοῦ σοβαροτάτου αὐτοῦ προβλήματος; 

Δι' ὅλων τῶν ἀνωτέρω παρατεθέντων, Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε καί Ἅγιοι Συνοδικοί, πιστεύω ὅτι καταδεικνύεται ἡ ἀσφαλής ὁδός τῆς διορθώσεως καί ἐπανορθώσεως τῆς ἐσφαλμένης ταύτης καιρίας δογματικῆς ἀποκλίσεως καί νενοθευμένης ἐκκλησιολογίας.

            Ἡ συγκεχυμένη ἐκκλησιολογία ἐπιφέρει κλυδωνισμούς εἰς τά θέματα πίστεως καί ἐκτροπήν ἐκ τῆς ὀρθοδόξου πνευματικῆς τροχιᾶς. Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων πᾶς τις Ἐπίσκοπος ὄχι μόνον δέν δύναται νά ἐκπροσωπῇ τήν οἰκείαν Αὐτοκέφαλον ἤ Αὐτόνομον Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν εἰς Θεολογικάς Ἐπιτροπάς Διαλόγων, ἔστω καί ἄν πρό καί μετά τάς συναντήσεις μετά τῶν ἑτεροδόξων ἀναφέρεται, ὅπως ὑπεγραμμίσθη εἰς τήν παρελθοῦσαν Τακτικήν σύγκλησιν τῆς ΙΣΙ, κατά τόν παρελθόντα Ὀκτώβριον, εἰς τήν οἰκείαν Ἱεράν Σύνοδον, ἐν ᾗ περιπτώσει δέν ἐμφορεῖται ὑπό ὑγιοῦς ὀρθοδόξου φρονήματος, ἀλλ' οὐδέ «ἐν καθέδρᾳ πρεσβυτέρων» καί «ἐκκλησίᾳ λαοῦ» δύναται νά ἵσταται καί προΐσταται.

            Περαίνων τήν παροῦσαν ἐπιστολήν μου, παράκλησιν θερμήν ὑποβάλλω ὅπως, ὁμοῦ μετά τῆς ἐγκρίσεως τῶν διαφόρων Κανονισμῶν κατά τήν προσεχῆ ἔκτακτον σύγκλησιν τῆς Ἱεραρχίας συζητηθῇ καί τό ὡς ἄνω θέμα.Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.Χρυσόστομος νά κληθῇ ἐν Συνόδῳ προφορικῶς τε καί γραπτῶς νά ἀνακαλέσῃ εὐθέως καί ἀπεριφράστως τήν ἐκκλησιολογικήν του ταύτην ἐκτροπήν καί ἐν τοῖς πράγμασιν ἀναίρεσιν τοῦ θεμελιώδους ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος τοῦ Ἱεροῦ Συμβόλου τῆς πίστεως περί τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἥτις θά ἦτο ἀντιφατικόν καί ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτον νά ἀποκαλῆται μέν Μία, ἀλλά συγχρόνως νά εἶναι καί διῃρημένη, νά ἀναγνωρίζωμεν ὅτι ὑφίσταται τό σχίσμα τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, καί ἐνῷ τοῦτο εἶναι παραδεκτόν νά μή ὁμολογῶμεν τήν Καθολικήν, Ἀποστολικήν καί ἀκαινοτόμητον Ἐκκλησίαν τῶν Ὀρθοδόξων ὡς τήν Μίαν, Ἁγίαν, ἄτμητον καί Ἀδιαίρετον καί ἐκ τοῦ σχίσματος ἀμίαντον.

Νά ὁμολογήσῃ εὐθαρσῶς καί τιμίως ὁ Σεβ. Ἀδελφός ὅτι ἡ Ἁγιωτάτη τοῦ Χριστοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι κατά τό Ἱερόν Σύμβολον τῆς Πίστεως καί τήν Ὁμολογίαν Πίστεως, τήν ὁποίαν ἐδώκαμεν πρό τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας μας, ὡς προανέφερον, ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, Ἀδιαίρετος ἀπ' ἀρχῆς, καί νῦν καί ἀεί, ὡς φορεύς τῆς Κυριακῆς Διδαχῆς, τῆς Ἀποστολικῆς καί Ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως, τῶν ὅρων, τῶν δογμάτων καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων.

Ἐάν, παρ' ἐλπίδα, τοῦτο δέν συμβῇ, τότε βάσει αὐτῶν τούτων τῶν θείων καί Ἱερῶν Κανόνων καί δογμάτων καί τῆς ἱερᾶς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως οὐ μόνον ὡς Ἀντιπρόσωπος τῆς Ἑλλαδικῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας εἰς τόν ἐν θέματι Θεολογικόν Διάλογον, οὐδέ ὡς Ἐπίσκοπος δύναται τοῦ λοιποῦ νά λογίζεται, ὡς μή ὀρθοτομῶν τόν λόγον τῆς Θείας Ἀληθείας.     

Εἰλικρινῶς δηλῶ ὅτι χαίρομαι καί θεωρῶ τιμητικήν τήν παρουσίαν εἰς τό Σῶμα τῆς ΙΣΙ Ἀδελφῶν συνεπισκόπων Καθηγητῶν τοῦ Πανεπιστημίου καί διδακτόρων. Αἱ ἀπαιτήσεις, ὅμως, ὅλων μας εἶναι ηὐξημέναι εἰς τάς περιπτώσεις αὐτάς.

            Εἰς τήν λίαν κρίσιμον ἐποχήν καί περίοδον, τήν ὁποίαν διερχόμεθα ὡς Ἐκκλησία καί Ἔθνος, ἀντιμετωπίζοντες τό καταλυτικόν ρεῦμα τῆς παγκοσμιοποιήσεως τῆς «νέας ἐποχῆς», εἶναι ἀναγκαῖον καί ἀπαραίτητον νά πορευθῶμεν εἰς τήν Εὐρώπην καί τόν ὑπόλοιπον κόσμον οὐ μόνον ὡς Ἕλληνες, κατά τόν δόκιμον πολιτικόν ἀναλυτήν κ.Κων/νον Χολέβαν, ἀλλά καί, κυρίως, ὡς Ὀρθόδοξοι.

            Εὐχόμενος ἀπό καρδίας εὐλογημένην καί πλουσιόκαρπον τήν ἀρξαμένην ἁγίαν περίοδον τῆς νηστείας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων διατελῶ,

Μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ
Ὁ Μητροπολίτης
†Ὁ Κυθήρων Σεραφείμ

 

Κοινοποίησις : Σεβ. Μητροπολίτας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος