ΓΡΑΠΤΟΝ ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ


Στό Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς πρίν τήν Πεντηκοστή (τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου) ἀκοῦμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τά λόγια πού ἀπηύθυνε ὁ Κύριος Ἰησοῦς πρός τόν Πατέρα Του, λίγο πρίν τό Πάθος. Προσεύχεται ὁ Χριστός μας καί παρακαλεῖ γιά τούς μαθητές Του καί ὅλους τούς πιστούς Του ἐπάνω στή γῆ, καθώς ὁ Ἴδιος πρόκειται σέ λίγο νά τούς ἀφήσει καί νά γυρίσει πίσω στόν Οὐρανό, ἀπ' ὅπου καί κατέβηκε γιά νά ἐπιτελέσει τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς τά διέσωσε αὐτούσια τά θεῖα λόγια Του:

«Μόλις ὁ Ἰησοῦς τελείωσε τά λόγια Του πρός τούς μαθητές Του, σήκωσε τά μάτια Του στόν οὐρανό καί εἶπε:
Πατέρα μου, ἔφτασε ἡ ὥρα. Δόξασε τόν Υἱό σου (μέ τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση Του) γιά νά σέ δοξάσει καί Υἱός Σου (μέ τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων). Ἐσύ τοῦ ἔδωσες ἐξουσία πάνω σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα, γιά νά δώσει στούς ἀνθρώπους ζωή αἰώνια. Καί ἡ αἰώνια ζωή εἶναι ἐτούτη, τό νά γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅλο καί περισσότερο Ἐσένα, πού εἶσαι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, καί τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού ἔστειλες στόν κόσμο.
Ἐγώ σέ δόξασα πάνω στή γῆ, ὁλοκλήρωσα τό ἔργο πού μοῦ ἔδωσες νά ἐπιτελέσω. Καί τώρα δόξασε με Ἐσύ, Πάτερ, κοντά Σου καί ὡς ἄνθρωπο, μέ τή δόξα πού εἶχα πάντοτε δίπλα Σου, προτοῦ ἀκόμη δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος. Φανέρωσα τό πρόσωπο Σου στούς ἀνθρώπους, πού μοῦ ἔδωσες μέσα στόν κόσμο. Δικοί Σου ἦταν καί Σύ μοῦ τούς ἔδωσες, κι αὐτοί ἐτήρησαν τόν λόγο Σου. Τώρα ἔμαθαν καλύτερα ὅτι ἡ διδασκαλία μου καί τά ἔργα μου ὅλα ὅσα μοῦ 'δωσες, προέρχονται ἀπό Σένα. Καί ἀπόδειξη; ὅτι τούς λόγους πού μοῦ ἔδωσες γιά νά τούς ἀποκαλύψω στούς ἀνθρώπους, ἐγώ τούς παρέδωσα καί αὐτοί τούς δέχθηκαν καί κατάλαβαν καί πίστεψαν ὅτι ἀπό Σένα ἐγώ προῆλθα καί Σύ μέ ἀπέστειλες στόν κόσμο…
Τώρα ἐγώ φεύγω ἀπ' τόν κόσμο καί ἔρχομαι σέ Σένα, ἐνῶ αὐτοί παραμένουν μέσα στόν κόσμο. Πατέρα μου Ἅγιε, φύλαξέ τους κοντά Σου, γιά νά εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους, ὅπως ἐμεῖς. Ὅταν ἤμουν μαζί τους, ἐγώ τούς φύλαγα, καί κανείς ἀπ’ αὐτούς δέν χάθηκε παρά μόνο ὁ «υἱός τῆς ἀπωλείας» (ὁ Ἰούδας), ὅπως εἶχαν προφητεύσει οἱ Γραφές. Τώρα λοιπόν ἔρχομαι κοντά Σου, καί λέω τά λόγια αὐτά ὅσο βρίσκομαι ἀκόμα στόν κόσμο, ὥστε νά ἔχουν τέλεια μέσα τους τή χαρά πού καί ἐγώ τώρα αἰσθάνομαι». «Τό ἔργον ἐτελείωσα, ὅ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω».
Ὁπωσδήποτε συνέβη αὐτό διότι ἐπανερχόταν ἐντός ὀλίγου κοντά στόν Πατέρα του. Καί τό κυριότερο ἐπανερχόταν μέ πλήρη ἐσωτερική ἱκανοποίηση ὅτι ἐπετέλεσε καί ὁλοκλήρωσε τό ἔργο πού τοῦ εἶχε ἀναθέσει ὁ Πατέρας Του.
Καί ἦταν αὐτό ἕνα τόσο δύσκολο καί βαρύ, ὑπεύθυνο ἔργο, ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου! Ἕνα ἔργο, τό ὁποῖο ὅπου νά ‘ναι τώρα ἔφτανε στό τέλος του, ὁλοκληρωνόταν, κορυφωνόταν μέ τή φρικτή σταυρική Του θυσία. Καί γι' αὐτό χαιρόταν ὁ Χριστός μας!...
Ἀδελφέ μου, καί σύ καί ἐγώ ἔχουμε νά ἐπιτελέσουμε ἕνα πολύ σπουδαῖο καί ὑπεύθυνο ἔργο ἐδῶ πάνω στή γῆ, πού μᾶς ἔφερε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί τό ἔργο αὐτό δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν ἁγιασμό μας. Νά γίνουμε ἅγιοι, νά γίνουμε κατά χάριν θεοί.
Ξέρεις τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει δουλειά, ἀγώνα, προσπάθεια καθημερινή. Ὄχι ὅπως κάθονται ἀνέμελα τόσα παιδιά, ἀλλά καί μεγαλύτεροι σχεδόν ξαπλωμένοι στόν καναπέ, στούς καφενέδες μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται. Αὐτό δέν εἶναι ζωή. Εἶναι ἀνία, πλήξη, ἀργός θάνατος.
Σφίξε τήν ζώνη σου, ἀδελφέ μου, καί ἔλα νά ἀγωνιστοῦμε καθημερινά μέσα στόν κόσμο. Ἄς ἀρχίσουμε ἀπό τά ἁπλά: Νά τελειώνουμε ὅ,τι ξεκινᾶμε, νά μήν τό ἀφήνουμε ἡμιτελές: τό διάβασμά μας, τήν ἐργασία μας, τίς ὑποχρεώσεις πού ἀναλάβαμε. Καί ἔπειτα νά προχωρήσουμε καί στά πιό σημαντικά: Νά νικήσουμε τά πάθη μας, τίς ἀδυναμίες, τά ἐλαττώματα μας. Νά προσφέρουμε ἀγάπη καί βοήθεια στούς γύρω μας. Νά ὀμολογήσουμε παντοῦ τό ὄνομα του Χριστοῦ μας. Ξέρεις μετά τί χαρά καί ἱκανοποίηση βαθιά ἐσωτερική θά νιώθεις;… Τέτοια χαρά πού μόνο ὁ Χριστός δίνει.

Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας