Τό ἐτήσιο Ἱερό Μνημόσυνο
ierotheos4τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Ὕδρας κυροῦ Ἱεροθέου
εἰς Αἴγιναν

Τήν Κυριακή 12 Ἰουλίου 2009 ἔγινε τό ἐτήσιο Ἱερό Μνημόσυνο τοῦ ἀλήστου μνήμης διατελέσαντος Μητροπολίτου Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης κυροῦ Ἱεροθέου(1967-2000).
Προηγουμένως ἐτελέσθη Πολυαρχιερατικό Συλλείτουργο εἰς τόν περίλαμπρον καί πάγκαλον Ἱερόν Ναόν Ἁγίου Νεκταρίου τῆς ὁμωνύμου Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Αἰγίνης προεξάρχοντος τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σταγῶν καί Μετεώρων κ.Σεραφείμ καί συλλειτουργούντων τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν Μονεμβασίας καί Σπάρτης κ.Εὐσταθίου, Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ.Ἱεροθέου, Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ.Δανιήλ, Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης κ.Ἐφραίμ, Σύρου, Τήνου, Ἄνδρου, Κέας καί Μήλου κ.Δωροθέου, Νέας Σμύρνης κ.Συμεών, Γλυφάδας κ.Παύλου, Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου κ.Ἱεροθέου, Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων κ.Σεραφείμ καί Παροναξίας κ.Καλλινίκου.
Ἐπιμνημόσυνον λόγον ἀπηύθυνε ἐμπεριστατωμένως καί ἐμπνευσμένως ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ.Συμεών, ἀναφερθείς εἰς τόν θεάρεστον βίον καί τήν ἁγίαν πολιτείαν τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου κυροῦ Ἱεροθέου, εἰς τήν πολυτάλαντον προσωπικότητά του καί τό πολυμερές καί πολυσχιδές πνευματικόν, ποιμαντικόν, κοινωνικόν καί φιλανθρωπικόν ἔργον τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιερέως. Ὁλόκληρος ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Νέας Σμύρνης παρατίθεται κατωτέρω.
Μετά ταῦτα ἀκολούθησε τράπεζα εἰς τόν Ξενῶνα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς δι' ὅλους τούς παρευρεθέντας ἁγίους Ἀρχιερεῖς, λοιπούς κληρικούς, Μοναχούς καί Μοναχάς καί πολλούς εὐσεβεῖς χριστιανούς, πνευματικά τέκνα καί τούς ἐκ Πατρῶν προσελθόντας συμπατριώτας τοῦ ἀειμνήστου.
Μετά τό πέρας τῆς τραπέζης ὁ Σεβ. ἅγιος Ὕδρας κ.Ἐφραίμ, βαθειά συγκινημένος προσφώνησε τούς συνδαιτυμόνας ἁγίους Ἀρχιερεῖς καί ὅλους τούς παρακαθημένους, εὐχαριστήσας θερμῶς διά τήν παρουσίαν καί συμμετοχήν των καί ἀναφερθείς μέ πολύ σεβασμό στήν ἁγία προσωπικότητα, τήν ζωή καί τήν μεγίστη καί πολλαπλῆ προσφορά τοῦ μεταστάντος ἁγίου Προκατόχου του εἰς τήν Ἁγίαν μας Ἐκκλησίαν.
Μετά τήν προσφώνησιν τοῦ ἁγίου Ὕδρας ὡμίλησαν μέ πολλή σεβασμό καί τιμή γιά τόν κοιμηθέντα Ἱεράρχη οἱ Σεβ. Μητροπολίτες Σταγῶν καί Μετεώρων κ. Σεραφείμ καί Μονεμβασίας καί Σπάρτης κ.Εὐστάθιος.      

 

ΛΟΓΟΣ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Κ.ΣΥΜΕΩΝ

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ Υ­ΔΡΑΣ Ι­Ε­ΡΟ­ΘΕ­ΟΣ
(Λόγος στό ἐτήσιο μνημόσυνό του.
Αἴγινα, Κυριακή 12 Ἰουλίου 2009)

 

Τελοῦμε σήμερα,
Σεβασμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Προσφιλέστατοι συμπρεσβύτεροι καί Διάκονοι,

Ὁσιώτατοι μοναστές καί μονάστριες,
Ἐντιμότατοι ἄρχοντες καί  ἀγαπητοί ἀδελφοί Χριστιανοί,

 

Τε­λοῦ­με σή­με­ρα παν­δή­μως τό ἐ­τή­σι­ο μνη­μό­συ­νο τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Ὕ­δρας, Σπε­τσῶν καί Αἰ­γί­νης καί πο­λυ­σε­βά­στου γέ­ρο­ντός μας κυ­ροῦ Ι­Ε­ΡΟ­ΘΕ­ΟΥ.
Τε­λοῦ­με τό μνη­μό­συ­νο τοῦ ἀ­οι­δί­μου Ἱ­ε­ράρ­χου κα­τά χρέ­ος τι­μῆς καί ἀ­γά­πης, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νο­ντας τά λό­γι­α τοῦ σο­φοῦ τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης : «Οὐκ ἀ­πο­στή­σε­ται τό μνη­μό­συ­νον αὐ­τοῦ, καί τό ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ ζή­σε­ται εἰς γε­νε­άς γε­νε­ῶν. Τήν σο­φί­αν αὐ­τοῦ δι­η­γή­σο­νται ἔ­θνη, καί τόν ἔ­παι­νον αὐ­τοῦ ἐ­ξαγ­γε­λεῖ ἐκ­κ­λη­σί­α» (Σοφ. Σειρ. 39, 9-10). Δη­λα­δή : Ἡ μνή­μη του δέν θά χα­θεῖ καί τό ὄ­νο­μά του θά ζεῖ εἰς γε­νε­άς γε­νε­ῶν. Οἱ λα­οί θά δι­η­γοῦ­νται τή σο­φί­α του καί ἡ Ἐκ­κ­λη­σί­α θά ἀ­ναγ­γέλ­λει τόν ἔ­παι­νό του.
Τε­λοῦ­με τό μνη­μό­συ­νο τοῦ ἀ­οι­δί­μου ἐ­πι­σκό­που καί ποι­μέ­νος μας γι­ά νά ἐ­μπνευ­στοῦ­με ἀ­πό τή θε­ο­φι­λῆ πο­λι­τεί­α του κα­τά τήν προ­τρο­πή τοῦ Ἀ­πο­στό­λου τῶν ἐ­θνῶν : «Μνη­μο­νεύ­ε­τε τῶν ἡ­γου­μέ­νων ὑ­μῶν, οἵ­τι­νες ἐ­λά­λη­σαν ὑ­μῖν τόν λό­γον τοῦ Θε­οῦ, ὧν ἀ­να­θε­ω­ροῦ­ντες τήν ἔκ­βα­σιν τῆς ἀ­να­στρο­φῆς μι­μεῖ­σθε τήν πί­στιν» (Ἑ­βρ. 13,7).
Τε­λοῦ­με τό ἐ­τή­σι­ο μνη­μό­συ­νό του, ὅ­πως καί τήν ἐ­ξό­δι­ο Ἀ­κο­λου­θί­α του, σ᾽ αὐ­τόν τόν με­γα­λό­πρε­πο προ­σκυ­νη­μα­τι­κό Να­ό, πού ἐ­κεῖ­νος ὁ­ρα­μα­τί­στη­κε καί μέ ἔν­θε­ο ζῆ­λο καί πολ­λούς κό­πους ἀ­νή­γει­ρε εἰς τι­μήν καί μνή­μην τοῦ ἐν ἁ­γί­οις Πα­τρός ἡ­μῶν Νε­κτα­ρί­ου, ἐ­πι­σκό­που Πε­ντα­πό­λε­ως, τοῦ νε­ο­φα­νοῦς καί θαυ­μα­τουρ­γοῦ Ἁ­γί­ου τῶν νε­ω­τέ­ρων χρό­νων μας.
Ἐ­πι­τρέ­ψα­τέ μου, λοι­πόν, προ­σφι­λεῖς ἀ­δελ­φοί καί ἀ­δελ­φές, ἐν πνεύ­μα­τι μα­θη­τεί­ας καί μέ κά­θε δυ­να­τή συ­ντο­μί­α νά προ­σεγ­γί­σου­με τήν ὁ­σι­α­κή μορ­φή τοῦ ἀ­οι­δί­μου Ἱ­ε­ράρ­χου, ἀ­φοῦ ὅ­πως γρά­φει ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος « τῶν εὐ­πο­λι­τεύ­των ἀν­δρῶν ἱ­στο­ρί­α οἷ­όν τι φῶς τοῖς σω­ζο­μέ­νοις πρός τήν τοῦ βί­ου ὁ­δόν ἐ­μποι­εῖ» (Ὁ­μιλ. 18 εἰς Γόρ­δι­ον μάρ­τυ­ρα 1, ΒΕ­ΠΕΣ 54, 164).  

* * * 

Ὁ Ὕ­δρας Ἱ­ε­ρό­θε­ος ὑ­πῆρ­ξε μι­ά σπά­νι­α ἱ­ε­ραρ­χι­κή μορ­φή, ἀ­λη­θι­νό κό­σμη­μα τῆς ἑλ­λα­δι­κῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῶν χρό­νων του. Ὁ Θε­ός τόν εἶ­χε προι­κί­σει μέ πολ­λά χα­ρί­σμα­τα. Καί εἶ­χε τήν ξε­χω­ρι­στή εὐ­λο­γί­α νά ἀ­να­τρα­φεῖ πνευ­μα­τι­κά κο­ντά σέ ἀν­θρώ­πους τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ὅ­πως ὁ μα­κα­ρι­στός πνευ­μα­τι­κός του πα­τέ­ρας, ὁ πο­λύς Ἀρ­χιμ. Γερ­βά­σι­ος Πα­ρα­σκευ­ό­που­λος.
Πέ­ρα καί πά­νω ὅ­μως ἀ­πό τήν συμ­βο­λή τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ πε­ρι­βάλ­λο­ντος στό ὁ­ποῖ­ο βρέ­θη­κε, ἦ­ταν ἡ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ πού τόν εἶ­χε ἐ­πι­σκι­ά­σει καί ὁ δι­κός του ἰ­σό­βι­ος πνευ­μα­τι­κός ἀ­γώ­νας, πού συ­νε­τέ­λε­σαν στή δι­α­μόρ­φω­ση τῆς ἀ­κτι­νο­βό­λου ἱ­ε­ρα­τι­κῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του. Ση­μει­ώ­νω με­ρι­κά ἀ­πό τά ἔκ­δη­λα γνω­ρί­σμα­τα τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του, πού εὔ­κο­λα δι­α­πί­στω­ναν ὅ­σοι εἶ­χαν τήν τύ­χη νά τόν γνω­ρί­σουν καί νά τόν ἀ­να­στρα­φοῦν.
1. Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ὕ­δρας Ἱ­ε­ρό­θε­ος δι­έ­θε­τε ἱ­ε­ραρ­χι­κή στό­φα. Ἀ­ντι­κρύ­ζο­ντάς τον συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­σες ὅ­τι ἀ­πέ­να­ντί σου εἶ­χες ἕ­ναν ἀ­λη­θι­νό ἱ­ε­ράρ­χη, πού ἐ­ξέ­πε­μπε μι­ά ἀ­νε­πι­τή­δευ­τη πνευ­μα­τι­κή ἀρ­χο­ντι­ά στό πα­ρου­σι­α­στι­κό του, στίς κι­νή­σεις του, στά λό­γι­α του. Σε­μνός, ἱ­ε­ρο­πρε­πής, με­τρη­μέ­νος σέ ὅ­λα του, μέ ἀ­σκη­τι­κό πρό­σω­πο, κα­θα­ρά μά­τι­α καί φω­τει­νό βλέμ­μα. Προ­ση­νής στήν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α του μέ τούς ἄλ­λους, γλυ­κύς στούς τρό­πους, δι­αλ­λα­κτι­κός στίς ἀ­πό­ψεις του, στα­θε­ρός στίς ἀρ­χές του, αὐ­στη­ρός στό ἦ­θος, εἶ­χε τό χά­ρι­σμα νά ἐ­πι­βάλ­λε­ται. Νά ἐ­μπνέ­ει σε­βα­σμό. Νά κα­τευ­θύ­νει τή συ­ζή­τη­ση. Νά ἀ­νε­βά­ζει τό ἐ­πί­πε­δο τοῦ δι­α­λό­γου. Νά οἰ­κο­δο­μεῖ μέ τόν «ἅ­λα­τι ἠρ­τυ­μέ­νο» (Κολ. 4,6) λό­γο του. Ὁ Ὕ­δρας Ἱ­ε­ρό­θε­ος ἦ­ταν ἕ­νας ἄρ­χο­ντας Ἱ­ε­ράρ­χης χω­ρίς τύ­φο καί ἔ­παρ­ση, προ­σποί­η­ση ἤ δι­ά­θε­ση ἐ­πι­δεί­ξε­ως.
2. Ὡς λει­τουρ­γός ὁ μα­κα­ρι­στός γέ­ρο­ντας ἦ­ταν ἀ­πα­ρά­μιλ­λος, ἀ­λη­θι­νός μυ­στα­γω­γός. Ἡ ὥ­ρα τῆς λα­τρεί­ας καί ἰ­δι­αί­τε­ρα ἡ τέ­λε­ση τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας ἦ­ταν κατ᾽ ἐ­ξο­χήν ὁ χρό­νος καί ὁ τό­πος πού ἀ­πε­κά­λυ­πταν τήν ἀρ­χο­ντι­ά πού τόν δι­έ­κρι­νε καί τήν πνευ­μα­τι­κό­τη­τα ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ἐ­νε­φο­ρεῖ­το. Ἀ­κρί­βει­α, ἱ­ε­ρο­πρέ­πει­α, σε­μνό­της, προ­σο­χή, προ­σή­λω­ση, συ­ναί­σθη­ση ἦ­ταν τά ἐμ­φα­νῆ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τοῦ Ἱ­ε­ρο­θέ­ου ὡς λει­τουρ­γοῦ.
Εἶ­χε φό­βο Θε­οῦ, αἴ­σθη­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ, ἐ­πί­γνω­ση τῶν δρω­μέ­νων. Μέ τή λει­τουρ­γι­κή του πα­ρου­σί­α ἐ­νέ­πνε­ε τούς συλ­λει­τουρ­γούς του -ὅ­ποι­οι κι ἄν ἦ­ταν αὐ­τοί, ἐ­πί­σκο­ποι, πρε­σβύ­τε­ροι, δι­ά­κο­νοι- καί βο­η­θοῦ­σε τούς πι­στούς πού πα­ρί­στα­ντο νά συμ­με­τέ­χουν ἐν κα­τα­νύ­ξει στά τε­λού­με­να. Στό πρό­σω­πο τοῦ λει­τουρ­γοῦ Ἱ­ε­ρο­θέ­ου ἡ με­γα­λο­πρέ­πει­α τῆς ὀρ­θο­δό­ξου λα­τρεί­ας ἦ­ταν ἀ­ξε­χώ­ρι­στα συ­νυ­φα­σμέ­νη μέ τήν πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, τήν ἱ­ε­ρο­πρέ­πει­α, τή σε­μνό­τη­τα, τήν κα­τά­νυ­ξη. Χρό­νος, ρυ­θμός, ἄμ­φι­α, κι­νή­σεις, ψαλ­μω­δί­α ὅ­λα ὑ­πή­κου­αν στήν πρα­γμά­τω­ση τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς προ­τρο­πῆς : «Λα­τρεύ­ω­μεν εὐ­α­ρέ­στως τῷ Θε­ῷ με­τά αἰ­δοῦς καί εὐ­λα­βεί­ας» (Ἑ­βρ. 12,28).
3. Ὁ μα­κα­ρι­στός Ἱ­ε­ράρ­χης ὑ­πῆρ­ξε καί ἀ­κά­μα­τος ἐρ­γά­της τοῦ θεί­ου λό­γου. Βα­θύς γνώ­στης ὁ ἴ­δι­ος τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί ἀ­κού­ρα­στος με­λε­τη­τής τῆς πα­τε­ρι­κῆς σο­φί­ας, πί­στευ­ε στή δύ­να­μη τοῦ ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κοῦ κη­ρύ­γμα­τος. Καί γι᾽ αὐ­τό πά­ντο­τε -ἀ­κό­μη καί σέ δευ­τε­ρεύ­ου­σες καί ὀ­λι­γάν­θρω­πες ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κές συ­νά­ξεις- δέν πα­ρέ­λει­πε νά ὁ­μι­λεῖ.

  • Ὁ λό­γος του ἦ­ταν ρέ­ων, λι­τός, σα­φής, σε­μνός, χω­ρίς στόμ­φο καί δι­ά­θε­ση ἐ­πι­δεί­ξε­ως. Ἡ ἐ­πι­δί­ω­ξή του ἦ­ταν νά οἰ­κο­δο­μή­σει τό ἐκ­κ­λη­σί­α­σμα καί ὄ­χι νά ἐ­ντυ­πω­σι­ά­σει. Ἐ­νῶ συ­χνά εἶ­χε καί παλ­μό καί ἐ­ξέ­πε­μπε δύ­να­μη, πα­ρέ­με­νε πά­ντο­τε λό­γος ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κός ξέ­νος πρός κά­θε δη­μα­γω­γι­κό στοι­χεῖ­ο καί τά τε­χνά­σμα­τα τῆς ρη­το­ρι­κῆς.

Τά προ­σω­πι­κά του πνευ­μα­τι­κά βι­ώ­μα­τα, ἡ ἀ­σκη­τι­κή ζω­ή του, ὁ πό­θος τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ πού τόν συ­νεῖ­χε, ἡ ἐ­πί­γνω­ση τῆς μα­ται­ό­τη­τας τῶν ἐ­γκο­σμί­ων πού εἶ­χε, προ­σέ­δι­δαν στίς ὁ­μι­λί­ες του μι­ά ἀ­συ­νή­θι­στη πνευ­μα­τι­κή χά­ρη καί ὁ λό­γος του ἀ­σκοῦ­σε βα­θει­ά ἐ­πί­δρα­ση στίς καρ­δι­ές τῶν ἀ­κρο­α­τῶν του. Ἐ­ξέ­πε­μπε μι­ά τέ­τοι­α δύ­να­μη πού ἔ­πει­θε τόν νοῦ, αἰ­χμα­λώ­τι­ζε τήν καρ­δι­ά καί ἀ­νέ­παυ­ε τό πνεῦ­μα ἐ­κεί­νων πού τόν ἄ­κου­γαν. Μπο­ροῦ­με καί στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ γέ­ρο­ντος νά ἰ­σχυ­ρι­στοῦ­με ἀ­να­λο­γι­κά αὐ­τό πού ση­μει­ώ­νει ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής Ματ­θαῖ­ος γι­ά τόν τρό­πο δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου μας : «Ἦν γάρ δι­δά­σκων αὐ­τούς ὡς ἐ­ξου­σί­αν ἔ­χων, καί οὐχ ὡς οἱ γραμ­μα­τεῖς» (Ματ­θ. 7,29).

4. Ὁ Ὕ­δρας Ἱ­ε­ρό­θε­ος ὑ­πῆρ­ξε ἀ­κό­μη καί ἄν­θρω­πος προ­σευ­χῆς. Ἀ­γα­ποῦ­σε τήν προ­σευ­χή. Ἐ­κτι­μοῦ­σε βα­θει­ά τήν ἀ­ξί­α της. Ὑ­πο­λό­γι­ζε στή δύ­να­μή της. Ἀ­φι­έ­ρω­νε χρό­νο γι­ά τήν ἄ­σκη­σή της. Συ­νι­στοῦ­σε ἐν­θέρ­μως καί στούς ἄλ­λους νά προ­σεύ­χο­νται. Ἐν­δεί­ξεις καί μαρ­τυ­ρί­ες μᾶς ὁ­δη­γοῦν στό συ­μπέ­ρα­σμα ὅ­τι καί νύ­χτες ὁ­λό­κλη­ρες πα­ρέ­με­νε ἄυ­πνος, ἀ­φι­ε­ρώ­νο­ντας τόν γα­λή­νι­ο χρό­νο τῆς νύ­χτας στήν προ­σευ­χή. Πρα­γμα­το­ποι­εῖ­το καί στό πρό­σω­πό του αὐ­τό πού ση­μει­ώ­νει ὁ ἱ­ε­ρός Λου­κᾶς γι­ά τόν Κύ­ρι­ό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό : «καί ἦν δι­α­νυ­κτε­ρεύ­ων ἐν τῇ προ­σευ­χῇ τοῦ Θε­οῦ» (Λουκ. 6,12).
Ἡ πί­στη του στήν ἀ­ξί­α τῆς προ­σευ­χῆς καί ἡ ἀ­γά­πη του γι᾽ αὐ­τήν ἐκ­δη­λω­νό­ταν σέ κά­θε στι­γμή τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς ζω­ῆς καί δι­α­κο­νί­ας του. Προ­σευ­χό­ταν θερ­μά γι­ά ὅ­λους καί γι­ά ὅ­λα. Μνη­μό­νευ­ε στήν Πρό­θε­ση ἐν ἀ­γά­πῃ τούς πά­ντες καί τά πά­ντα. Κα­θε­τί πού σκε­πτό­ταν νά ἐ­νερ­γή­σει ὡς ἐ­πί­σκο­πος καί ὑ­πεύ­θυ­νος ποι­μέ­νας τό κα­θι­στοῦ­σε κατ᾽ ἀρ­χήν ἀ­ντι­κεί­με­νο προ­σευ­χῆς.
5. Πα­ράλ­λη­λα μέ τά πα­ρα­πά­νω γνω­ρί­σμα­τα, ὁ Ἱ­ε­ρό­θε­ος ὑ­πῆρ­ξε καί ἱ­κα­νό­τα­τος στή δι­οί­κη­ση καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κός σέ ἔρ­γα εὐ­ποι­ίας. Ἀ­ψευ­δεῖς μάρ­τυ­ρες τά ὅ­σα μέ πολ­λούς κό­πους ἐ­πέ­τυ­χε νά δη­μι­ουρ­γή­σει στή Μη­τρό­πο­λή του καί τά ὁ­ποῖ­α κα­τα­δει­κνύ­ουν ὄ­χι μό­νο τόν ζῆ­λο, τήν ἀ­γά­πη καί τήν συ­μπά­θει­ά του πρός τόν πά­σχο­ντα ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά καί τό δη­μι­ουρ­γι­κό πνεῦ­μα καί τίς πολ­λές πρα­κτι­κές ἱ­κα­νό­τη­τές του. Εὐ­μοί­ρη­σε νά ἔ­χει πολ­λούς καί κα­λούς συ­νερ­γά­τες. Καί ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά δεῖ τέσ­σε­ρις ἐκ τῶν κλη­ρι­κῶν πού χει­ρο­τό­νη­σε νά ἀ­να­δει­κνύ­ο­νται ἐ­πί­σκο­ποι τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας μας.                        

*

Σέ ἡ­λί­κι­α ὀ­γδό­ντα ἐ­τῶν καί με­τά ἀ­πό τρι­α­ντα­τρί­α χρό­νι­α ποι­μα­ντο­ρί­ας στόν Μη­τρο­πο­λι­τι­κό Θρό­νο τῆς Ὕ­δρας ὁ μα­κα­ρι­στός γέ­ρο­ντας ὑ­πέ­βα­λε τήν πα­ραί­τη­σή του γι­ά λό­γους ὑ­γεί­ας στίς 14 Δε­κεμ­βρί­ου 2000. Μί­α ἐ­πι­πλέ­ον πρά­ξη πού ἀ­πο­δει­κνύ­ει τό βα­θύ αἴ­σθη­μα εὐ­θύ­νης πού πά­ντο­τε τόν δι­έ­κρι­νε ἔ­να­ντι τῆς ἁ­γί­ας Ἐκ­κ­λη­σί­ας μας καί τοῦ ὑ­ψη­λοῦ λει­τουρ­γή­μα­τός του πού ἐ­κεί­νη τοῦ ἐ­μπι­στεύ­θη­κε.
Στά χρό­νι­α πού ἀ­κο­λού­θη­σαν μέ­χρι τήν ἐκ­δη­μί­α του (15 Ἰ­ου­λί­ου 2008) ὁ σε­πτός Ἱ­ε­ράρ­χης πα­ρέ­μει­νε ἐ­φη­συ­χά­ζων κα­τά βά­σιν στό ἐ­πι­σκο­πεῖ­ο τῆς Αἴ­γι­νας, χω­ρίς αὐ­τό νά ση­μαί­νει ὅ­τι εἶ­χε παύ­σει νά ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γι­ά τά γε­νι­κό­τε­ρα ζη­τή­μα­τα τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας καί εἰ­δι­κό­τε­ρα γι­ά κεῖ­να πού ἀ­φο­ροῦ­σαν τόν κλῆ­ρο, τούς πι­στούς, τά ἱ­δρύ­μα­τα καί τή ζω­ή τῶν το­πι­κῶν κοι­νω­νι­ῶν τῶν νη­σι­ῶν τοῦ Σα­ρω­νι­κοῦ.
Ὑ­πέ­μει­νε ἀ­γόγ­γυ­στα τόν κό­πο τοῦ τι­μί­ου γή­ρα­τός του καί τή δο­κι­μα­σί­α τῶν δι­α­φό­ρων ἀ­σθε­νει­ῶν του. Δι­α­τή­ρη­σε τή δι­αύ­γει­α τοῦ πνεύ­μα­τός του καί τήν ἱ­κα­νό­τη­τα ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας μέ­χρι τέ­λους, πα­ρά τά κι­νη­τι­κά προ­βλή­μα­τα, τήν ἐκ­φρα­στι­κή δυ­σκο­λί­α καί τή μεί­ω­ση τῆς ὁ­ρά­σε­ώς του. Ἡ ἀ­γά­πη του πρός τόν Χρι­στό, ἡ δύ­να­μη τῆς πί­στε­ώς του, ἡ εἰ­ρή­νη τῆς συ­νει­δή­σε­ώς του, ὁ πό­θος τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ τόν δι­α­τη­ροῦ­σαν ἤ­ρε­μο, γα­λή­νι­ο, ἀ­να­μέ­νο­ντα ἀ­νά πᾶ­σαν ὥ­ρα τήν ἐκ­δη­μί­α του ἀ­πό τόν πα­ρό­ντα κό­σμο καί τήν εἴ­σο­δό του στήν αἰ­ώ­νι­α κα­τά­παυ­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.
Εἶ­ναι βέ­βαι­ο ὅ­τι ὡς «παρ­ρη­σί­αν ἔ­χων πρός τόν Θε­όν» (Α­' Ἰ­ω. 3,21) εὔ­χε­ται γι­ά ὅ­λους μας. Καί τό πα­ρά­δει­γμά του, τά ἴ­χνη τῆς θε­ο­φι­λοῦς πο­λι­τεί­ας του, ἀ­πο­τε­λοῦν καί θά ἐ­ξα­κο­λου­θή­σουν νά ἀ­πο­τε­λοῦν πη­γή ἔ­μπνευ­σης καί στη­ρι­γμοῦ ἡ­μῶν «τῶν πε­ρι­λει­πο­μέ­νων» (Α­' Θεσ­σ. 4,15).  
Ι­Ε­ΡΟ­ΘΕ­ΟΥ ἀρ­χι­ε­ρέ­ως, τοῦ σε­πτοῦ καί ἀ­δα­μα­ντί­νου Ἱ­ε­ράρ­χου τῆς Ὕ­δρας καί ἀ­ξι­ο­σε­βά­στου γέ­ρο­ντός μας, αἰ­ω­νία ἡ μνή­μη!