o christos stin thalassa 1ΓΡΑΠΤΟΝ Θ. ΚΗΡΥΓΜΑ
«Καὶ λέγει αὐτῷ (ὁ Ἰησοῦς)· Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας»
(Mατθ. 14,31)

     Κάτω στὴν Ἁγία Γῆ εἶναι μιὰ λίμνη, ποὺ ὑπάρχει καὶ μέχρι σήμερα. Ἡ λίμνη Γεννησαρέτ. Στὴ λίμνη αὐτὴ ταξίδευαν μιὰ νύχτα οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ μέσα σ᾿ ἕνα μικρὸ πλοῖο. Στὴν ἀρχὴ ἡ θάλασσα ἦταν γαλήνια. Ἀλλὰ κατόπιν ἄρχισε νὰ φυσάῃ ἄνεμος ὅλο καὶ πιὸ ἰσχυρός. Σηκώθηκαν κύματα, κύματα μεγάλα. Ὅλοι φοβήθηκαν. Καὶ ὁ Χριστὸς ποῦ ἦταν; Δὲν ἦταν στὸ πλοῖο, ὅπως ἄλλες φορές. Ἦταν μακριά, πάνω σ᾿ ἕνα βουνό. Δὲν κοιμόταν· ἔκανε ἀγρυπνία. Ὅλη νύχτα κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα συνωμιλοῦσε μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Προσευχόταν γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
     Τὴ νύχτα ἐκείνη, ποὺ οἱ μαθηταὶ κινδύνευαν, ἔλειπε ὁ Χριστός. Καὶ σὰ᾿ νὰ μὴν ἔφτανε ὁ φόβος τους, ξαφνικὰ πάνω στὰ ἄγρια κύματα εἶδαν κάτι σὰν φάντασμα καὶ τρόμαξαν ἀκόμα περισσότερο. Σὲ λίγο ὅμως βεβαιώθηκαν ὅτι δὲν εἶναι φάντασμα.·Ἦταν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ περπατοῦσε πάνω στὰ νερά. -«Ἐγώ εἰμι, τοὺς λέει, μὴ φοβεῖσθε».

Τότε ὁ Πέτρος λέει· -«Ἂν εἶσαι σύ, Κύριε, πὲς νὰ ἔρθω πρὸς ἐσένα». Καὶ εἶπε ὁ Χριστός. Ἀμέσως ὁ Πέτρος πήδησε πάνω στὰ κύματα καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζῃ σὰ᾿ νὰ ἤτανε ξηρά, σὰ᾿ νὰ ἤτανε στερεὸς δρόμος. Καθὼς ὅμως πλησίαζε τὸν Χριστό, ἦρθε ἕνα κῦμα. Ὁ Πέτρος ἀπέσπασε τὰ μάτια του ἀπὸ τὸν Χριστό, κοίταξε τὸ κῦμα, καὶ κλονίστηκε. Ἄρχισε νὰ βυθίζεται, πήγαινε νὰ καταποντιστῇ, καὶ φώναξε δυνατά· -«Κύριε, σῶσόν με». Τότε ὁ Χριστὸς ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἔπιασε, καὶ τοῦ εἶπε· -«Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;». Μετὰ ἀνέβηκε κι ὁ Χριστὸς στὸ πλοῖο. Καὶ μόλις πάτησε στὸ κατάστρωμα, κόπασε ὁ ἄνεμος καὶ τὸ κῦμα ἔπεσε. Οἱ μαθηταὶ ἦταν πλέον ἀσφαλεῖς. Γονάτισαν καὶ τὸν προσκύνησαν λέγοντας· -«Εἶσαι ὄντως Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»!
     Πολλές φορές εἶναι πού αυτή ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦμε παρομοιάζεται μέ μιὰ θάλασσα. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθοῦμε μέχρις ὅτου πεθάνουμε, ὅσα χρόνια ζήσουμε, ἡ ζωὴ εἶναι σὰν ἕνα ταξίδι στὸ πέλαγος. Καὶ ὅπως ἡ θάλασσα δὲν εἶναι πάντοτε γαλήνια, ἀλλὰ συχνὰ σηκώνει κύματα καὶ καταποντίζονται πλοῖα, ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ζωή μας. Ποιά εἶναι τὰ κύματα; Οἱ διάφορες δυστυχίες τοῦ ἀνθρωπίνου βίου.
     Κῦμα εἶναι ἡ ἀσθένεια, κῦμα ἡ φτώχεια, κῦμα ἡ ἀποτυχία, κῦμα ἡ ὀρφάνια, κῦμα ἡ σκληρή συζυγία, κῦμα ἡ χηρεία, κῦμα οἱ διάφορες περιπέτειες τῆς ζωῆς, ἡ συκοφαντία καὶ διαβολὴ κ.τ.λ.. Κῦμα ὅμως καὶ γιὰ ἕναν ὁλόκληρο λαὸ εἶναι οἱ γενικώτερες ἀντιξοότητες ἢ οἱ καιρικὲς ἀνωμαλίες, οἱ πλημμύρες ἢ ἡ ἀνομβρία, ἤ οἱ λοιμοί δηλ. ἡ ἐπιδημική νόσος, ὅπως αὐτή πού διατρέχουμε σήμερα. Κύματα εἶναι ὅλα αὐτά.
     Τὸ πιὸ μεγάλο ὅμως ἀπό ὅλα τά κύματα πού προανέφερα, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ποιό εἶναι; Εἶναι ἡ ἁμαρτία, ποὺ ὅμως δὲν τὴν ὑπολογίζουμε σάν τέτοιο. Ἡ ἁμαρτία όμως εἶναι αὐτή που ἔρχεται νὰ μᾶς κλονίσῃ, νὰ βυθίσῃ τὴ βαρκούλα τῆς ψυχῆς μας, νὰ μᾶς καταποντίσῃ. Αὐτὴ εἶναι τὸ πελώριο κῦμα.
     Τί χρειάζεται; Προσευχή. Σῶσε μας, Κύριε! Νὰ ἔχουμε πίστι στὸ Θεό, κι ἀπ᾿ αὐτὴν ν᾿ ἀντλοῦμε θάρρος. Καὶ ἂν στὸν κόσμο μᾶς ἐγκαταλείψῃ ἡ μάνα ἢ ὁ πατέρας· κι ἂν πέσουμε σὲ ὀρφάνια ἢ χηρεία· κι ἂν δοκιμάσουμε πεῖνα ἢ δίψα· κι ἂν βρεθοῦμε στὴν ἐρημιὰ μέσα σὲ ἄγρια θηρία, ἢ μέσα στὴν σκληρή κοινωνία τῆς ἀδικίας καὶ τῆς διαφθορᾶς· κι ἂν γίνῃ σεισμὸς ἢ πλημμύρα· κι ἂν γεμίσῃ ἡ γῆ ἀπὸ σκορπιοὺς καὶ φίδια, κι ἂν τὰ ἄστρα ἀκόμα γίνουν ἀστροπελέκια καὶ πέφτουν, κι ἂν ἀναστατωθῇ ἡ γῆ, κι ἂν ὁ ἥλιος σβήσῃ, ποτέ ἐμεῖς νά μὴν ἀπελπισθοῦμε.
     «Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ, ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾿ ὁ Θεός μου· πῶς ἠμπορῶ νὰ ἀπελπισθῶ;».
Μὴν εἴμαστε χλιαροί χριστιανοί. Ο Χριστός εἶναι σέ κάθε βήμα τῆς ζωῆς μας μιά ἀνάσα κοντά στόν καθένα μας. Καί ἀκόμη περισσότερο. «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;». «Θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;». Νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ὁπλίσῃ μὲ πίστι ἀκράδαντη. Τότε, ὅσα δεινὰ καί νὰ μᾶς βροῦνε, θὰ μείνουμε ἀσάλευτοι πάνω στὴν πέτρα τῆς πίστεως. Ἀμήν.

Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας