ΓΡΑΠΤΟΝ ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ
Ἐξακολουθοῦμε, χαρμοσύνως, νά ἑορτάζουμε τό μεγάλο καί κοσμοσωτήριο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Τό «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» ἀκούγεται ὅλες τίς Κυριακές, ἀλλά καί ὅλες τίς ἡμέρες μέχρι τῆς Ἀναλήψεως. Ἀλλά πότε εἰπώθηκε γιά πρώτη φορά; ποιά αὐτιά τό πρωτοάκουσαν;
Ὁ μακαριστός Ἐπίσκοπος Φλωρίνης Αὐγουστῖνος Καντιώτης μᾶς λέει: «Ὅπως τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν τήν ἔμαθαν πρῶτοι οἱ μεγάλοι καί ἰσχυροί καί πλούσιοι, ἀλλά οἱ ταπεινοί καί φτωχοί βοσκοί, ἔτσι καί τό μήνυμα γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν τό ἄκουσαν πρῶτοι οἱ ἐπιφανεῖς καί ἀξιωματοῦχοι, δέν τό ἄκουσαν οἱ ἰσχυροί ἄνδρες, δέν τό ἄκουσαν οὔτε καί αὐτοί οἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ. Τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τό ἄκουσαν πρῶτες ἀπ' ὅλους οἱ γυναῖκες, οἱ μυροφόρες γυναῖκες, καί πρός τιμήν αὐτῶν τῶν γυναικῶν εἶναι ἀφιερωμένη ἡ σημερινή Κυριακή, τρίτη Κυριακή ἀπό τό Πάσχα».
Ἀλλά γιατί τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τό ἄκουσαν πρῶτες ἀπ’ ὅλους οἱ μυροφόρες; Γιατί ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου νά γίνει σ' αὐτές;
Ἄκουσαν πρῶτες οἱ μυροφόρες γυναῖκες τό «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ», διότι τούς ἄξιζε πράγματι νά τό ἀκούσουν, διότι αὐτές ἔδειξαν ἀρετές πού δέν ἔδειξαν οὔτε οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου. Ποιές ἀρετές ἔδειξαν;
Ἀπό την πρώτη μέρα πού γνώρισαν τον Κύριο στή Γαλιλαία, ἔγιναν πιστές μαθήτριες του, τόν ἀκολουθοῦσαν καί δαπανοῦσαν ἀπό τά ὑπάρχοντα τους γιά τή συντήρηση Ἐκείνου, καθώς καί τοῦ ὁμίλου τῶν μαθητῶν του. Ἐπίσης, τήν ὥρα τῆς θυσίας Του, ἐνῶ ὅλοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τόν Κύριο, ἐκτός ἀπό τόν ἀγαπημένο Του μαθητή Ἰωάννη, βρῆκαν τό ψυχικό σθένος νά μείνουν ἐκεῖ, στό Γολγοθᾶ. Εἶδαν τό φρικτό θέαμα. Ἄκουσαν ὅλους τούς λόγους, πού εἶπε ὁ Χριστός ἐπάνω στό Σταυρό, ἄκουσαν καί τό «τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30).
Ἔμειναν θρηνώντας κοντά στό Σταυρό. Καί μόλις παρουσιάσθηκε ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας καί ὁ Νικόδημος μέ τήν ἄδεια τοῦ ἐνταφιασμοῦ, αὐτές ἔτρεξαν, τούς βοήθησαν, τούς συνόδευσαν στό μνημεῖο.
Τήν ἀγάπη τους ὅμως, τήν ἀνδρεία τους, τή μεγάλη ψυχή τους τήν ἔδειξαν κατ' ἐξοχήν τή νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, «τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων» (Λουκ. 24,1). Τότε, ἐνῶ ἤξεραν ὅτι τό μνῆμα εἶναι σφραγισμένο, ὅτι λίθος μεγάλος φράζει τήν εἴσοδο του, ὅτι ἔνοπλοι στρατιῶτες φρουροῦν τόν τάφο, ἐν τούτοις οἱ μυροφόρες γυναῖκες «λίαν πρωΐ» (Μάρκ. 16,2), ξεκινοῦν νά ἔρθουν στό μνῆμα. Τό μόνο πού τίς ἀπασχολοῦσε ἦταν, πώς θ' ἀποκυλίσουν τόν τεράστιο καί ἀσήκωτο ἐκεῖνο λίθο ἀπό τό ἄνοιγμα τοῦ μνημείου.
Μία τέτοια ἀγάπη, μία τέτοια ἀφοσίωση, μία τέτοια ἀνδρεία ἦταν δυνατόν νά μή τήν ἰδεῖ, νά μήν ἐκτιμήσει, νά μή βραβεύσει ὁ Κύριος; Ἀμοιβή λοιπόν τῆς ἀγάπης τους ἦταν τό ὅτι πρῶτες αὐτές ἄκουσαν τή μεγάλη εἴδηση, τό ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως, τό «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ», ἀπό ἄγγελο Κυρίου. Καί στήν συνέχεια, ὅτι πρῶτες αὐτές βλέπουν τόν Ἀναστάντα Κύριο καί παίρνουν ἐντολή νά μεταδώσουν τό μήνυμα αὐτό στούς μαθητές καί στίς ἄλλες μαθήτριες.
Καί ἐμεῖς σήμερα, ἀγαπητοί μου, πού ἑορτάζουμε τή μνήμη τῶν ἁγίων Μυροφόρων γυναικῶν, ἄνδρες καί γυναῖκες, ἄς μιμηθοῦμε τῶν Μυροφόρων τίς ἀρετές, ἰδίως τήν ἀγάπη πού εἶχαν στόν Κύριο. Ἀμήν.
Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας