ΓΡΑΠΤΟΝ ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ
«Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου;». Στό ἐρώτημα αὐτό ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν τόν Ἰησοῦ Χριστό μέχρι σήμερα ὡς ἐπί τό πλεῖστον ὅπως νομίζει καθένας ἀπ’ ἐκείνους. Ἡ παραδοξότητα τοῦ θεανθρώπινου χαρακτήρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατέστησε ἐκεῖνον «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λκ. 2,34) καί «πέτρα σκανδάλου» (Ρωμ. 9,33· Α΄ Πέτρ. 2,8) σ’ ὅλους τούς αἰῶνες καί ἤδη ἐπί τῶν ἡμερῶν του.
Ἔτσι, κάποιοι παρεξηγώντας τόν τρόπο ζωῆς ἐκείνου, θεωροῦν ὅτι εἶναι «ἄνθρωπος φάγος καί οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καί ἁμαρτωλῶν» (Μτ. 11,19). Ἄλλοι τόν θεωροῦν ἄνομο καί παράνομο (Ἰω. 19,7), ἄλλοι τόν καταδικάζουν ὡς ἄθεο (Μτ. 26,65). Ἄλλοι πάλι τόν ἐκλαμβάνουν ὡς ἕναν ἁπλό καί καλό ἄνθρωπο, ὡς ἕναν προφήτη ἤ διδάσκαλο ἤ φιλόσοφο ἤ κοινωνικό ἐπαναστάτη ἤ ὡς ἕνα ἠθικό πρότυπο, καί ἄλλοι, οἱ ὑπό τοῦ Θεοῦ φωτιζόμενοι μαθητές, ὅτι ἐκεῖνος εἶναι «ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Μτ. 16,16).
Ἡ πίστη ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Ἰησοῦς καί Χριστός, δηλ. ἄνθρωπος καί Θεός, ἔχει τήν ἀρχή της ἤδη στήν Καινή Διαθήκη. Ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς Χριστός παρουσιάζεται μέ δύο μορφές: τοῦ Θεοῦ καί τοῦ δούλου (Φιλ. 2,6-7). Ἐκεῖνος, ἔχοντας θεῖες τελειότητες, ἔχει τή δύναμη νά σώζει, ἔχει τήν ἐξουσία ἐπί τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, εἶναι «ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή» (Ἰω. 11,25), εἶναι ὁ χορηγός καί ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Παράλληλα, παρουσιάζεται καί ὡς κοινός θνητός, ὡς δοῦλος, προερχόμενος ἀπό ἄσημη μητέρα καί ζώντας ἄσημο κοινωνικό βίο, πάσχοντας, ὑποφέροντας καί θανατούμενος.
«Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος», ὁμολογεῖ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Μέ τήν προσθήκη τοῦ ἄρθρου («ὁ Υἱός») ὁ Χριστός ὁμολογεῖται γνήσιος Υἱός τοῦ Θεοῦ, κατά φύση καί κατά κυριολεξία. Πάνω σ’ αὐτήν τήν πίστη τῆς ὁμολογίας καί παραδοχῆς τῆς μεσσιακῆς ἰδιότητας καί τῆς θείας υἱότητας τοῦ Χριστοῦ ἑδραιώνεται ἡ Ἐκκλησία. «Καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν». Αὐτή ἡ ὁμολογία ἀποτελεῖ τό θεμέλιο λίθο ὅσων πιστεύουν καί ὅσων κτίζουν τή ζωή τους σύμφωνα μέ τήν Πίστη στόν Χριστό.
Ἡ στάση τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι ἐκείνης τῆς Πίστης ἐπέχει καθοριστικό ρόλο γιά τή σωτηρία του. Ὁ πιστός, πιστεύοντας, μεταμορφώνεται ἐν Χριστῷ καί γίνεται πραγματικό τέκνο τοῦ Θεοῦ, ὄχι κατά φύση ἀλλά κατά υἱοθεσία, σέ ἀντίθεση μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού εἶναι κατά φύση ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ πιστός, μή δυνάμενος νά ζήσει ἄνευ τοῦ Θεοῦ, κοινωνεῖ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν καί ἑνώνεται πρός ἐκεῖνες.
Ἄς εὐχηθοῦμε κι ἐμεῖς ἡ στάση μας νά εἶναι ἀνάλογη πρός τόν Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Εὑρισκόμενοι πάντοτε ὑποκείμενοι ἐκείνου καί ὄχι ἀντικείμενοι, προκειμένου νά ζήσουμε πραγματικά.
Ἱεροδιάκονος Ἱερόθεος Κρητικός