ΣΧΟΛΗ ΓΟΝΕΩΝ ΤΗΣ 11ης & 12ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2012

Ἡ «Σχολή Γονέων» τόν Φεβρουάριο

Γράφει ἡ κ.Γιάννα Καραβοκύρη, Θεολόγος

Ὁμιλητής τῆς «Σχολῆς Γονέων» στίς 11 καί 12 Φεβρουαρίου 2012 ἦταν ὁ γνωστός καί πολύ ἀγαπητός σέ ὅλους μας Καθηγητής Θεολόγος τοῦ Γυμνασίου Κυθήρων κ. Γεώργιος Λουράντος.  Θέμα τῆς ὁμιλίας του ἦταν : «Ἐκκλησία καί νέοι», ἕνα ἀναμφίβολα τεράστιο καί ἀνεξάντλητο θέμα μέ πολλές διαστάσεις καί μέ προβληματική πού οὐσιαστικά ἀκουμπάει τό ρόλο καί τό χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας.

Κύριο ἐνδιαφέρον τοῦ εἰσηγητή ἦταν νά ἀποτυπώσει τούς προβληματισμούς, τά παράπονα, καί τίς ἀπόψεις, τίς ἐνστάσεις -ὁ ἴδιος ἔτσι τίς ὀνόμασε- τῶν νέων γιά τήν  Ἐκκλησία, ὅπως αὐτά προκύπτουν μέσα στή σχολική τάξη καί τά ὁποῖα προφανῶς ἐκφράζουν τόν μαθητικό ἐφηβικό κόσμο.  Προσπάθησε νά δεῖ ποῦ τελικά  ἔχουν δίκιο, ποῦ ἄδικο,  καί νά προτείνει κάποιες ἀπαντήσεις.

Ξεκίνησε ὁ ὁμιλητής κάνοντας ἕνα πορτραῖτο τῶν νέων μας σήμερα λέγοντας :  «Θά λέγαμε ὅτι πρῶτα ἀπό ὅλα  βιάζονται νά μεγαλώσουν. Ἀνήκουν στή γενιά τῆς εἰκόνας καί τῆς εἰκονικῆς πραγματικότητας, τῶν sms καί τοῦ reality show. Κατακλύζονται ἀπό συνεχῆ πληροφόρηση χωρίς οὐσιαστικό περιεχόμενο. Δέν βιώνουν σχέσεις  γνήσιας ἐπικοινωνίας .Τά ἰδανικά καί οἱ στόχοι τους ὁρίζονται ἀπό τρίτους καί ἀπό τίς προτεραιότητες πού θέτει ἡ σύγχρονη ἐποχή.  Ἡ ψυχαγωγία τους ἔχει χάσει τό νόημα της. Ὁ σύγχρονος πολιτισμός τούς προκαλεῖ ἀπογοήτευση καί μελαγχολία. Ἡ δημιουργική τους φαντασία περνάει κρίση. Ἀντιδροῦν στίς συμβουλές καί θεωροῦν πώς ἔχουν μόνο δικαιώματα, σέ μιά ἐποχή πού κυριαρχεῖ τό σύνθημα «πέρνα καλά».

»Ἔχουν ἀνάγκη ἀπό μιά γνήσια ἀγκαλιά καί κατανόηση. Ἔχουν ἐνθουσιασμό γιά ὅ,τι εἶναι αὐθεντικό. Ἡ γνώση γι' αὐτούς ἐξαντλεῖται στή χρήσιμη ὕλη τῶν Πανελληνίων , στά ἀναγκαῖα γιά τήν  εἴσοδό τους στό Πανεπιστήμιο καί τήν  ἐπαγγελματική καταξίωση. Προτιμοῦν νά διαβάζουν βιβλία μέ μυστήριο, μαγεία, ἀποκρυφισμό, περιπέτεια.

»Δέν ἐνδιαφέρονται γιά τά καλά καί συμφέροντα τῶν ψυχῶν τους, παρότι ἔχουν μεταφυσικές ἀναζητήσεις καί τούς ἀρέσει νά συζητοῦν γιά τό Θεό, τό θάνατο, καί τήν  μετά θάνατον ζωή. Ἡ ζωή τους, τέλος, τούς κάνει νά πλήττουν , καθώς παραδίδονται σέ ἐφήμερες ἀπολαύσεις.

»...Ἡ Ἐκκλησία γιά τούς περισσοτέρους ἐκπροσωπεῖ ἕναν πεπαλαιωμένο θεσμό, ἐνῶ στήν πλειοψηφία τους ἀγνοοῦν στοιχειώδη πράγματα ἀπό τήν  ὀρθόδοξη θεολογία καί τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ὅπως ἄλλωστε καί μεγάλο μέρος τῆς θρησκεύουσας κοινωνίας. Γιά τούς περισσοτέρους δέ, ὁ Θεός εἶναι μιά ἀνώτερη  δύναμη ἕνα  ὕψιστο  ὄν, μιά ἀπρόσωπη θεϊκή ὑπόσταση πού δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο.

»...Οἱ περισσότεροι ταυτίζουν τήν  Ἐκκλησία μέ τούς κληρικούς. Ἀγνοοῦν ἀκόμη καί τούς τρεῖς βαθμούς ἱεροσύνης καί μιλᾶνε γενικά γιά τούς παπᾶδες. Τόν κληρικό μάλιστα τόν ἀποκαλοῦν ἀντιπρόσωπο τοῦ Θεοῦ ἤ ἐξ ὁρισμοῦ ἐκπρόσωπό Του. Αὐτό τό τελευταῖο ἐνέχει καί ἕνα κίνδυνο γιατί καί τούς λαϊκούς ἀπαλλάσσει ἀπό τίς εὐθύνες τους καί τήν  ἀνάγκη γιά ἀφύπνιση καί στούς ἱερεῖς προσδίδει -ἀνεπίγνωστα συνήθως- ἕνα ἐγωιστικό αἴσθημα ἀνθρώπινης ἀνωτερότητας καί ἀλάθητου...».

Μετά ἀπό τή σκιαγράφηση τοῦ πορτραίτου τῶν νέων μας ὁ κ.Λουράντος συνέχισε μέ τίς «ἐνστάσεις» τῶν νέων γιά τήν Ἐκκλησία. Αὐτές τίς «ἐνστάσεις» παραθέτουμε στή συνέχεια καθώς καί τίς ἀπαντήσεις τοῦ ὁμιλητῆ μέσα ἀπό  ἀποσπάσματα.

 «Ἡ Ἐκκλησία δέν μᾶς καταλαβαίνει καί δέν τήν  καταλαβαίνουμε». Ἔνσταση, πού ὅπως εἶπε ὁ κ.Λουράντος, τήν ἔχει συναντήσει ὡς πιό συχνή στή μικρή ἐκπαιδευτική του καριέρα καί τήν ὁποία προσπάθησε νά τήν ἀναλύσει λέγοντας μεταξύ ἄλλων καί τά παρακάτω.

«Ὅταν οἱ μαθητές λένε αὐτή τή φράση -καί αὐτό τό κάνουν πολύ συχνά- ἐννοοῦν πρῶτα ἀπό ὅλα  τίς δεισιδαιμονίες, προλήψεις καί στρεβλές θρησκόληπτες καί ἀθεολόγητες ἀντιλήψεις (πού ἄκριτα κάποιοι «βαπτίζουν» ὡς χριστιανικές), στοιχεῖα πού περιβάλλουν καί στριμώχνουν τή ζωή τους . Ἀκόμη ἐννοοῦν ὅτι δέν βρίσκουν ἀπαντήσεις στά ὑπαρξιακά καί θεολογικοφιλοσοφικά ἐρωτήματά τους καί ὅτι δέν γίνεται κατανοητός καί ἀποδεκτός ὁ συναισθηματικός τους κόσμος ἀκόμα καί οἱ ἐρωτικές τους ἀνησυχίες. Βασικός πυρήνας βέβαια τῆς φράσης εἶναι ἡ ταύτιση κυρίως τοῦ ἱερατείου, ἀλλά καί τῶν θεολόγων καθηγητῶν τους καί τῶν θρήσκων συγγενῶν τους μέ τό σύνολο τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ αὐτονόητη ἀποδοχή τῆς ταυτότητας τῶν ἀπόψεων τῶν παραπάνω προσώπων μέ τήν  ἀλήθεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου. Δέν ξέρω γιά σᾶς, ἀλλά στά δικά μου αὐτιά ἡ φράση αὐτή ἀκούγεται ἰδιαίτερα προσβλητική.

»Εἶναι δυνατό νά δεχθοῦμε ποτέ ὅτι ὁ Χριστός δέν μπορεῖ νά καταλάβει τίς ἀνησυχίες καί τούς προβληματισμούς τῶν νέων ἀνθρώπων; Εἶναι δυνατόν νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ὁ εὐαγγελικός λόγος καί ὁ πλοῦτος τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας βρίσκεται σέ ἄλλο μῆκος κύματος ἀπό τίς μαθητικές ἀνησυχίες καί τούς νεανικούς προβληματισμούς;»

«...Δυστυχῶς, ἔχει ταυτιστεῖ ὁ συντηρητισμός μέ τήν  ὀρθοδοξία καί τήν  ἀλήθεια καί ὁ ἀναχρονισμός μέ τήν  παράδοση καί τήν  πίστη .

Ἀκόμα καί ἡ ἐμφάνιση κάποιων «πιστῶν» ἐνοχλεῖ καί προκαλεῖ τούς νέους. Οἱ εὐσεβιστικές ἐκφράσεις, οἱ ὑποκριτικές ὀσφυοκαμψίες, οἱ γλυκανάλατες ἁβροφροσύνες κυρίως μέ τό ἱερατεῖο, γιά πολλούς εἶναι μιά ἀξιοζήλευτη πνευματικότητα, ἀλλά τούς νέους ὅλο αὐτό τούς ἐνοχλεῖ ἀφάνταστα».

Στή συνέχεια ἀνέφερε μιά ἄλλη  σημαντική ἔνσταση τῶν μαθητῶν.

«Πολλές φορές μοῦ λένε: γιατί νά ἔρθουμε στήν ἐκκλησία ἀφοῦ δυσκολευόμαστε πάρα πολύ νά κατανοήσουμε τούς ὕμνους, τά ἀναγνώσματα καί τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας; Ἄλλοτε πάλι, διατυπώνουν διαφορετικά τό ἐρώτημα καί ἐρωτοῦν: πῶς εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχει συμμετοχή στή λατρεία πώς εἶναι δυνατόν νά εἴμαστε συνιερουργοί, ὅπως μᾶς λέτε,  ἄν δέν καταλαβαίνουμε αὐτά πού ἀκοῦμε καί αὐτά πού τελοῦνται στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας;».

 «...Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι καθόλου ἁπλή οὔτε πρέπει νά δίδεται «ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ». Ὡστόσο σέ μιά ἐποχή πού οἱ ἀξίες τῆς παράδοσής μας περιθωριοποιοῦνται καί ἡ ἰδιοπροσωπία καί ἡ ἱστορία μας ἀντιμετωπίζονται ἀπαξιωτικά, κάποιος ὀφείλει νά ἀντισταθεῖ. Νά φυλάξει «Θερμοπύλες», ὄχι μέ στεῖρο τρόπο, ἀλλά μέ δυναμική σύνδεση τῆς παραδόσεως μας μέ τήν  σύγχρονη ἐποχή καί ἐδῶ ἡ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μεγάλη.

Ἐξάλλου, τά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας ἐπαναλαμβάνονται καί, ὅταν ἡ συμμετοχή μας στή λατρευτική ζωή εἶναι τακτική ἐξοικειωνόμαστε μέ αὐτά».

Ἕνα ἄλλο θέμα εἶναι ὅτι ἀρκετοί νέοι δυσκολεύονται νά δεχθοῦν τήν  ἐξωτερική ἐμφάνιση τοῦ ἱερέα.

«...Ἡ ἀφετηρία τους δέν ἀγγίζει τήν οὐσία τῆς ἱερατικῆς διακονίας. Ὁ λαός λέει σοφά «τό ράσο δέν κάνει τόν παπᾶ». Αὐτό πού πρωτεύει δέν εἶναι ἡ περιβολή γιά νά εἶναι κανένας σύγχρονος , ἀλλά οἱ ἰδέες του καί ὁ τρόπος πού ἐργάζεται.

»Ἡ ἐξωτερική ἐμφάνιση τοῦ κληρικοῦ, ἀποτελεῖ τήν  συνεχῆ ὑπόμνηση στόν κόσμο τοῦ σταυροῦ καί τῆς διακονίας πού ὁ ἱερέας ἔχει ἀναλάβει. Νά πενθεῖ γιά τίς προσωπικές του ἁμαρτίες, ἀλλά καί γιά τά ἁγνοήματα τοῦ λαοῦ.

»Ἀναλογικά, μποροῦμε νά μιλήσουμε καί γιά μιάν ἄλλη ἔνσταση τῶν νέων μας , πού ἀφορᾶ τήν  λαμπρότητα τῶν ἀμφίων τῶν κληρικῶν μας καί ἰδίως τῶν Ἐπισκόπων μας ὅπως καί μέ τόν προκλητικό πλοῦτο κάποιων ναῶν μας.

»Ἄς μή ξεχνοῦμε ὅμως ὅτι τά ἄμφια, πέρα ἀπό τό συμβολισμό τῆς λαμπρότητας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τά φοροῦν οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ ἱερεῖς μόνο κατά τήν  τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τόν ὑπόλοιπο χρόνο ἡ περιβολή εἶναι τό ράσο, πού δέν φανερώνει πολυτέλεια, ἀλλά σταυρό. Εἶναι γεγονός ὅτι τά ἁπλά καί ταπεινά ἄμφια μπορεῖ νά ἀποτελέσουν ἕνα ἐξωτερικό σημεῖο ἐκσυγχρονισμοῦ . Ὡστόσο, καί πάλι θεωρῶ ὅτι οἱ νέοι μένουν στόν τύπο  καί ἀγνοοῦν τήν  οὐσία. Ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ προσφορά στό συνάνθρωπο πνευματικῆς καί ὑλικῆς τροφῆς δέν ἐξαρτῶνται ἀπό τά ἄμφια, ἀλλά ἀποτελοῦν στοιχεῖο τῆς καρδιᾶς τοῦ ἱερέα καί καρπό τοῦ ἤθους καί τῆς πνευματικῆς του προσπάθειας καί γιά αὐτά θά κριθεῖ ἀπό τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους».

Ἄλλη ἔνσταση  πού ἔχουν οἱ νέοι μας εἶναι σχετικά μέ τή μεγάλη διάρκεια  τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας.

«...Ἀναμφίβολα καί ἐγώ εἶμαι ὑπέρ τῆς συντόμευσης τῶν ἀκολουθιῶν, ἀλλά ἐπίσης θεωρῶ ὅτι δέν θά πρέπει νά παραλείπεται τίποτα ἀπό αὐτά πού προβλέπει τό τυπικό».

Ὑπάρχει μιά μερίδα νέων πού ὑποστηρίζει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἀσχοληθεῖ ἀποκλειστικά μέ τό κοινωνικό ἔργο, νά συμβάλλει στήν ἀντιμετώπιση τῆς φτώχειας, τοῦ ρατσισμοῦ, τῶν ναρκωτικῶν, τῆς ἀνεργίας, ἀλλά καί νά κατεβεῖ στό δρόμο, ὥστε νά στηρίξει τούς νέους στά προβλήματά τους χρησιμοποιώντας τή γλῶσσα πού μιλᾶνε, ὅπως ἐπίσης καί νά γίνει «τά πάντα τοῖς πᾶσι» (Α' Κορ. 9,19) ὥστε νά κερδίσει τούς νέους.

«Ἐδῶ ἔχω νά τούς ἀπαντήσω ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει νά παρουσιάσει ἕνα σπουδαιότατο κοινωνικό ἔργο πού οἱ νέοι ἀγνοοῦν καί τό ὁποῖο βέβαια ἡ Ἐκκλησία δέν τό διατυμπανίζει καί δέν τό διαφημίζει. Ἀκόμα καί ἡ φτωχή Μητρόπολη τῶν Κυθήρων ἔχει νά ἐπιδείξει μιά πλουσιότατη κοινωνική δράση. Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία ἀναζητᾶ συνεχῶς σύγχρονους τρόπους ἔκφρασης ὅπως τό ἄνοιγμα ἱστοσελίδων στό Διαδίκτυο, ἡ καλλιέργεια τοῦ ἐθελοντισμοῦ, ἡ συγκρότηση ἀθλητικῶν ὁμάδων στά πλαίσια τῶν Ἐνοριακῶν συντροφιῶν κ.ἄ.

Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ὀφείλω νά πῶ δέν ἀπολυτοποιεῖ καμμιά μορφή τοῦ ἔργου της. Δέν ἀρνεῖται τό κοινωνικό ἔργο , τήν  ἐλεημοσύνη, τήν  φροντίδα γιά τούς ἀσθενεῖς, τούς φυλακισμένους, τούς περιθωριοποιημένους, τούς πεινώντας καί διψώντας. Γνωρίζει ὅμως ὅτι «οὐκ ἐπ'ἄρτω μόνον ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. 4,4).

Οἱ ἔφηβοί μας προβληματίζονται πάνω στό τρίπτυχο ἀγάπη-ἔρωτας-γάμος καί ἀπογοητεύονται γιά τήν  ἀπουσία καί τή λανθασμένη, κατά τή γνώμη τους, πολλές φορές  προσέγγιση τῶν θεμάτων αὐτῶν ἀπό τήν  Ἐκκλησία. Τίς περισσότερες φορές στό θέμα τῆς ἀγάπης ἰσχυρίζονται ὅτι ἀκοῦν πομπώδη λόγια καί ἀνεφάρμοστα κηρύγματα, στό θέμα τοῦ ἔρωτα θά εἰσπράξουν τήν  ταύτιση μέ τό σέξ καί στό θέμα τοῦ γάμου ἀκοῦν διάφορες θεολογικές θέσεις πού καμμιά σχέση δέν ἔχουν μέ τή συνήθη ἀντιμετώπισή του ὡς μιά πολυτελῆ δηλαδή , μέ ἔντονο τό στοιχεῖο τῆς ἐπιδειξιομανίας,  κοινωνική τελετή .

«Σέ ὅλα αὐτά ἔχω νά πῶ τά ἑξῆς: Ἡ σεξουαλικότητα εἶναι μιά ἀπό τίς ἔμφυτες  ὁρμές του ἀνθρώπου καί βεβαίως δέν εἶναι οὔτε κακή οὔτε ἁμαρτωλή ἀφ' ἑαυτῆς. Αὐτό τό ἔχουν διευκρινίσει οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Γιά παράδειγμα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς  (14ος) αἰῶνες πρίν ἀπό τίς διαπιστώσεις τῆς βιολογίας καί τῆς ψυχολογίας, σημείωνε ὅτι ἡ σεξουαλικότητα εἶναι φυσική καί μάλιστα ἐκδηλώνεται ἤδη ἀπό τήν  βρεφική ἡλικία τοῦ ἀνθρώπου...

»... Ἡ Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ ὄχι τήν  κατάργηση τοῦ ἀληθινοῦ ἔρωτα, ἀλλά τήν  ἀφθαρτοποίησή του.  Αὐτό δέν γίνεται εὔκολα κατανοητό  σήμερα πού γιά πολλούς ἀνθρώπους ό γάμος εἶναι μιά τυπική τελετή , ἕνας νομικός θεσμός  ἤ μιά ὑποχρέωση πρός τούς συγγενεῖς».

Τέλος, ἕνας ἀπό τούς ὑπαρξιακούς προβληματισμούς τῶν νέων πού παραμένει στό περιθώριο τῆς προσοχῆς μας εἶναι τό ἄγχος  τοῦ θανάτου καί ὅλα τά ἐρωτήματα πού συνδέονται μέ αὐτόν. Τί εἶναι ὁ θάνατος; Γιατί νά πεθαίνουμε; Εἶναι ἡ τελευταία ἤ προτελευταία πράξη τῆς ζωῆς; Καί πολλά ἄλλα.

«...Τό θέμα τοῦ θανάτου δέν εἶναι μόνο θέμα ἐξοικείωσης εἶναι καί θέμα πίστης. Διαφορετικά ἀντιμετωπίζεται ἀπό ἕνα κοσμικό ἄνθρωπο καί διαφορετικά ἀπό ἕναν ἐκκλησιαστικό. Καί ἡ διαφορά ἀνάμεσα σέ ἕνα κοσμικό καί ἕνα ἐκκλησιαστικό ἄνθρωπο εἶναι ἡ πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὅπως αὐτή βιώνεται στήν εὐχαριστιακή σύναξη. Μέ ἁπλά λόγια: Ἐκκλησία εἶναι ἡ καθημερινότητα μέ τήν  Ἀνάσταση. Ἄν ἀφαιρέσουμε ἀπό τή ζωή μας τήν  πίστη στήν Ἀνάσταση, αὐτό πού ἀπομένει μπορεῖ νά εἶναι μιά θρησκεία, ἤ μιά ἀθεΐα, ἤ θρησκευτική ἀδιαφορία ἤ θρησκοληψία. Σέ ἀντίθεση, ὁ κοσμικός ἄνθρωπος  θεωρεῖ τό θάνατο ὡς τήν  τελευταία πράξη τῆς ζωῆς καί γιά αὐτό καί τά συναισθήματα πού τόν συνοδεύουν τήν  ὥρα τοῦ θανάτου εἶναι ὁ φόβος, ἡ ἀπόγνωση, ἡ λύπη, ἡ βαθιά ἀπελπισία».

Πραγματικά, τό θέμα «Ἐκκλησία καί νέοι» τό ὁποῖο ἀνέπτυξε πολύ ὡραῖα καί σφαιρικά ὁ κ.Λουράντος σηκώνει πολύ συζήτηση καί προβληματισμό καί ἐπίσης, ὅπως καί ὁ ἴδιος πολύ σωστά εἶπε «δέν θά πρέπει νά μᾶς φοβίζει. Ὡς ποιμαίνουσα ἐκκλησία, ὡς θεολόγοι ὀφείλουμε νά εἴμαστε μπροστά. Ἄς ἀποφύγουμε τή στενόμυαλη ρητορεία καί τίς ἄστοχες καί κακομοίρικες κινδυνολογίες. Ἡ σφαιρικότητα, ἡ ἀλήθεια καί οἱ γόνιμες ἀντιπαραθέσεις ποτέ δέν ἔβλαψαν τήν  ὀρθή θεολογική σκέψη. Ἀντίθετα ,την ἀνέδειξαν...».

 


Εκτύπωση   Email